Ρίχνοντας για πρώτη φορά το βλέμμα μου στο εξώφυλλο του "Massive Killing Capacity" μου ήρθε αυτόματα η επιθυμία να πηδήξω πάνω σε αυτή την αιμοσταγή πολεμική μηχανή και στο τρίτο άλμπουμ των Dismember που αρχές του μήνα έκλεισε 25 χρόνια ζωής.
"I crave for blood"
Από την πρώτη νότα το "Massive..." επιθυμεί να δείξει τις διαθέσεις του, αυτή τη λογική που θέλει να μη λυπάσαι κανένα εχθρό στο πεδίο της μάχης. Από εδώ ξεκινάνε τα προβλήματα και οι ενστάσεις για τον δίσκο που έφερε σε σύγχυση και χώρισε τους οπαδούς τους σε δυο στρατόπεδα.
Καταρχήν ο καταμερισμός των τραγουδιών αδικεί την μπάντα και την προσπάθειά της. Καταφανέστατα το εγχείρημά της σε αυτή την τρίτη κυκλοφορία είναι να αγγίξει περισσότερους metalheads και εκτός death metal.
Αν θέλεις να το πετύχεις αυτό τότε δεν ξεκινάς με ένα τραγούδι της σειράς όπως το "I saw them die" και φυσικά δε βάζεις τρίτο από το τέλος το "Casket Garden", το "χιτάκι" σου και το τραγούδι που σε έκανε ευρέως γνωστό με το βιντεοκλίπ του.
Οι Dismember από τη Στοκχόλμη καθ'όλη τη διάρκεια των ηχογραφήσεων μάλλον έκαναν τα δισκο-ψώνια τους προς το Γκέτεμποργκ. Δεν εξηγείται αλλιώς στο "Massive..." πως έχουν υιοθετήσει τόσο πολύ τον ήχο των μπαντών της Μέκκας του σουηδικού Death Metal. Όταν κυκλοφόρησαν οι Entombed το "Clandestine" και κυρίως το "Wolverine Blues" στα μάτια των μανατζαραίων και των εταιρειών έβλεπες δολλάρια. Από τη μια το death & roll ύφος και από την άλλη η μελωδική πλευρά του death metal κυριαρχούν κατά κόρον στο "Massive Killing Capacity".
Εκεί επικράτησε η σύγχυση των οπαδών των Dismember. Με τις προηγούμενες κυκλοφορίες οι Σουηδοί άρχισαν να "χτίζουν" ένα βασικό πυρήνα από fans που είδαν τη μπάντα τους να χάνει την ταυτότητά της σε αυτό το δίσκο, χωρίς βέβαια να χάνει σε ποιότητα. Όμως αυτή η κρίση ταυτότητας και η τάση προς το mainstream, έθαψε το πάνω από ικανοποιητικό συνθετικό μέρος.
Στο σημείο που παραδέχεσαι τη μπάντα είναι πως εκείνη την εποχή ενώ άλλα σχήματα του ακραίου ήχου μπλένταραν μουσικές εκτός του heavy metal, οι Dismember αντιθέτως επέστρεψαν στις ρίζες τους. "Επηρεαστήκαμε από την old school πλευρά του metal" έρχεται να στηρίξει το παραπάνω ο ντράμερ Fred Estby σε παλαιότερη συνέντευξή του και μεταξύ άλλων δίνει πολλά credit και στη συνεισφορά όλων των μελών και ιδιαίτερα στους κιθαρίστες.
Είναι αλήθεια πως το "Massive Killing Capacity" είναι άλμπουμ που βασίζεται στις κιθάρες. Οι David Blomqvist, Robert Senneback έκαναν στεντόρεια προσπάθεια και βοήθησαν το 1995 να γραφτούν κάποιους μελω-death σκοπούς που ικανοποιούν και τον πιο απαιτητικό ακροατή. Το peak τους το έπιασαν λίγο πριν την αυλαία με το instrumental "Nenia" ένα κομμάτι που θα το χαρακτήριζα σαν το δικό τους "Orion" (βλέπε Metallica).
Ο Estby έρχεται να ρίξει λίγο φως σε παρελθοντικές του δηλώσεις λέγοντας πως το Nenia είχε να κάνει με ένα περίεργο βιβλίο που είχε ανακαλύψει ο Robert (Senneback) και είναι κατά κάποιο τρόπο ένα death poem. Δεν βρήκανε κάποιο τρόπο να χωρέσουν φωνητικά και το διατηρήσαν κατ' αυτόν τον τρόπο, ένα ακόμα στοιχείο που χαρακτηρίζει το πειραματικό ύφος του άλμπουμ.
Οι Dismember μπορεί να μιλάνε για πειραματισμούς αλλά τότε έδειχναν να πηδάνε στο καράβι του Death & Roll ύφους. ?κου τα φωνητικά του Matti Karki, απόλαυσε το groove, πρόσεξε την εντυπωσιακή παραγωγή του ημίθεου του Σουηδικού death metal Tomas Skogsberg και θα βρεις ένα καλό υποκατάστατο αν βαρεθείς ποτέ το "Wolverine Blues" των Entombed.
Σκόρπια υπολείμματα των δυο προηγούμενων άλμπουμ εντοπίζεις στο "On frozen fields" που σε μεταφέρει στις πρώτες μέρες των Dark Tranquillity. Το πολεμικό "Wardead" συνεχίζει την επιθετικότητα και σε κάνει να χοροπηδάς με αυτό το διάχυτο hardcore συναίσθημα, ενώ το "Life - Another Shape of Sorrow" κλείνει το άλμπουμ όσο πιο δραματικά μπορεί να κλείσει μια death metal μπάντα το δίσκο της.
"Θέλαμε να δείξουμε στον κόσμο ότι έχουμε μεγάλη γκάμα και μπορούμε να γράψουμε τραγούδια με διαφορετικό ύφος αλλά να συνεχίζουμε να ακουγόμαστε σαν Dismember. Να δείξουμε ότι μπορούμε να κρατήσουμε τον προσωπικό μας ήχο αλλά να προχωρήσουμε και ένα βήμα παραπάνω. Όλα αυτά να τα κάνουμε με καλύτερο ήχο" έρχεται να στηρίξει το δημιούργημά του και δικαιολογημένα ο ντράμερ των Σουηδών deathster.
"Come, sweetest death. Come, let's have rest.
And take my hand and gently lead me on."
Δεν είναι όμως τυχαίο που οι Dismember στο επόμενο τους δίσκο παράτησαν αυτό το ύφος και δεν συνέχισαν με τις διαθέσεις του "Massive Killing Capacity". Πέρα από τις προκαταλήψεις ο τρίτος δίσκος των Dismember δεν αξίζει να υπενθυμίζεται μόνο στις επετείους του αλλά κάθε φορά που θες να συνοδέψεις την κρύα μπυρίτσα σου με λίγο groovάτο σουηδικό metal.