Αρχική ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑDances With Wolves: Προσπερνώντας το στάδιο της ωρίμανσης

Dances With Wolves: Προσπερνώντας το στάδιο της ωρίμανσης

Πριν μιλήσουμε για το Dances With Wolves, το οποίο σήμερα συμπληρώνει 30 χρόνια «ζωής», θα μιλήσουμε εν συντομία για το Grease. Λίγο υπομονή, δεν είναι άσχετο. Το Grease είναι μια ταινία που υποτίθεται πως αναφέρεται στη δεκαετία του ’60. Το πρόβλημα με το Grease είναι πως αναφέρεται τόσο έντονα στην εποχή του, ώστε όταν το βλέπεις σήμερα -προσπερνώντας τα διαχρονικά τραγούδια του- δεν μπορείς να το «νιώσεις» στο πετσί σου όπως θα το ένιωθες πριν 20 χρόνια ή όταν κυκλοφόρησε. Μπορείς να νιώσεις που αναφέρεται στα 70s. Το Grease αναφέρεται στα 60s με τον ίδιο τρόπο που αναφέρονται τα Transformers στη ρομποτική επιστήμη.

Βλέποντας το Dances With Wolves πρόσφατα, ξύπνησε παρόμοια συναισθήματα. Η ταινία αναφέρεται στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά κάθε καρέ της «ουρλιάζει» 90s. Υποτίθεται πως αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο της αμερικανικής ιστορίας, αλλά σε τελική ανάλυση, είναι μια αναφορά σε μια συγκεκριμένη εποχή του Hollywood – μια εποχή που μοιάζει το ίδιο μακρινή.

Mullets παντού, στρατιώτες του Union που θα μπορούσαν να είναι λιγότερο 90s, ένας περίεργος κωμικός ρόλος του Robert Pastorelli, και φυσικά το σύμβολο του Hollywood τη δεκαετία του ’90, τον Kevin Costner. Πάνω από όλα όμως το Dances With Wolves μοιάζει με 90s ταινία επειδή ήταν η τελευταία φορά που η Orion Pictures κυκλοφόρησε ταινία πριν φαλιρίσει και κλείσει. Ήταν ίσως η τελευταία ταινία όπου ένας άνθρωπος (ο Costner) μπορούσε να ονειρευτεί κάτι τόσο μεγάλο (είναι τρεις ώρες άλλωστε) και ακριβό, και να βρει studio που θα του δώσει το «πράσινο φως» για να προχωρήσει. Σήμερα, δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο στο Hollywood.

Το Dances With Wolves είναι ταινία-ορόσημο για ακόμη έναν περίεργο λόγο: η επιτυχία του προκάλεσε μια έκρηξη ταινιών στις οποίες δύσκολες, ντροπιαστικές στιγμές της αμερικανικής ιστορίας παρουσιάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να λύνονται on-screen χάρη στην καλοσύνη ενός λευκού άνδρα. Όπως έγραψε ο Godfrey Cheshire στο «Ghosts of Mississippi», «Όταν οι μετέπειτα γενιές επιστρέψουν στις ταινίες της εποχής, θα λάβουν το μάθημα πως αυτές οι μάχες κερδήθηκαν από λευκούς τύπους με τετράγωνα σαγόνια».

Η ταινία είναι βασισμένη στο πρότυπο του «λευκού άνδρα σωτήρα» τόσο πολύ ώστε όλοι οι Native Americans που εμφανίζονται, εξυπηρετούν το σκοπό του να βοηθήσουν τον John Dunbar (Costner), να συνειδητοποιήσει πως -οποία έκπληξη- οι Ινδιάνοι είναι σαν εμάς! Τριάντα ολόκληρα χρόνια αργότερα, η ταινία μοιάζει ουσιαστικά ανούσια. Γιγάντια, αργή, και όλη στις πλάτες του Costner (υπ’ ευθύνη του), με το πολιτικό και κοινωνικό της σχόλιο όχι απλώς να μην είναι relatable, αλλά να αγγίζει τα όρια -και ορισμένες φορές να τα ξεπερνά- του προσβλητικού.

Περιέχει αστοχίες οι οποίες σήμερα δεν υπήρχε περίπτωση να «περάσουν» και να προβληθούν φάτσα-φόρα, σε μια προσπάθεια να προωθήσει την ισότητα, και να αναδείξει το πρόβλημα του ρατσισμού. Δυστυχώς για το Hollywood, το 1990 δεν είναι τόσο μακριά σε ότι αφορά το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η ανθρωπότητα έχει τη δυνατότητα (το τονίζω, τη δυνατότητα) να κινηθεί. Θα περίμενε κανείς από παραγωγές με τόσο μεγάλο budget, η ιστορική έρευνα να είναι σαφώς καλύτερη, μιας και για παράδειγμα ο εσωτερικός πόλεμος μεταξύ των φυλών Sioux και Pawnees παρουσιάζεται πλήρως λανθασμένα, σκιαγραφώντας τους Pawnees ως τους «κακούς» της υπόθεσης, όταν στην πραγματικότητα ήταν μόλις 4.000 και σύμφωνα με ιστορικά έγγραφα και αναφορές, οι Pawnees ήταν τα θύματα σε αυτόν τον συσχετισμό.

Προφανώς, πρόκειται για ένα τρίωρο έπος το οποίο ενδεχομένως να βοηθήσει αρκετούς θεατές να ασχοληθούν περισσότερο με το τι πραγματικά συνέβη ανάμεσα σε αποικιοκράτες και Native Americans. Ενδεχομένως πάλι το Pocahontas του 1995 να το καταφέρνει καλύτερα, παρά το γεγονός πως πάλι ένας λευκός ματσό τύπος -που σέβεται τις γυναίκες αλλά «μέχρι ενός σημείου κιόλας μην τρελαθούμε» (υποβόσκουσα αισθητική της ταινίας και σε καμία περίπτωση άποψη του αρθρογράφου)- σώζει την υπόθεση και οι Native Americans παρουσιάζονται εν μέρει ως κακοί, μισαλλόδοξοι τύπου που δεν θέλουν να δεχθούν τον «ω τόσο τέλειο πολιτισμό μας, απορούμε γιατί, λέτε να φταίνε οι μαζικές γενοκτονίες και η βία, μπα μάλλον όχι».

Τελευταία