Σε μια προσαρμοστική ερμηνεία της μουσικής με την συγγραφή, κατά προτίμηση ενός επεισοδίου από τον Οδυσσέα του Τζόυς εύκολα μπορείς να παρομοιάσεις την σύνθεση δίχως στίχο, με μία παράγραφο δίχως σημεία στίξης. Βέβαια σε αυτό μεγάλη σημασία έχει και ο τρόπος με τον οποίο ο καλλιτέχνης αποφασίζει να σου περάσει την δημιουργία του.
Στην περίπτωση των Boris και του Flood, έχουμε να κάνουμε με ένα έργο το οποίο αποτελείται από ένα και μόνο κομμάτι τίτλου, 70 λεπτών που χωρίζεται σε τέσσερις πράξεις.
Με αφορμή άλλη μια ακρόαση αυτού του δίσκου, έτσι ώστε να γεννηθεί αυτό το κείμενο πάνω σε νέες συντεταγμένες από αυτές της πρώτης – ο νους μου συναντιέται με εκείνη την στιγμή στο έργο του Τζόυς, όπου η δική του Πηνελόπη, χτίζει ένα ορατόριο, ωδή στην καθημερινότητα, έχοντας στο κέντρο τη φιγούρα της, καταφέρνει να δυναμιτίσει το ομηρικό πρότυπο του Οδυσσέα και, στο πρόσωπό του, ό,τι έχει επιβληθεί από τον πατριαρχικό τρόπο ύπαρξης και σκέψης στη Δύση – μια παρατήρηση για την οποία «ευθύνεται» κατά βάση ο παραλληλισμός μεταξύ μιας ακόμα ακρόασης του Flood, όχι τόσο γιατί μια σύνθεση μπορεί να ερμηνευτεί όπως παραπάνω, αλλά γιατί με ένα μαγικό τρόπο μπορεί να σε παραπέμψει σε μία συγγραφική εικόνα.
Η αλήθεια είναι πως σκέφτομαι πολύ συχνά αυτόν τον ευφορικό παραλληλισμό, μεταξύ διαφόρων έργων, κάθε φορά που έχω την ευκαιρία να ενεργοποιήσω μια ακρόαση. Στην περίπτωση του Flood ήξερα από την αρχή πως αν και οι Boris δεν είναι από τα σχήματα που γνωρίζω πολύ βαθιά, δεν θα μπορούσαν να θέσουν καλύτερα την ατμοσφαιρική τους διάθεση από σχεδόν, κάθε άλλο άλμπουμ σε αυτόν τον τομέα , και αυτό με βρίσκει απόλυτα «ερωτευμένη» με τις τεχνικές και τις μεθόδους σύνθεσης που βρέθηκαν στην υποτιθέμενη εξίσωση τους.
Βλέπεις τα άλμπουμ που έχουν μερικά μακρά κομμάτια χωρίς τίτλο, τείνουν να με κάνουν να βαρεθώ πολύ γρήγορα, και είναι αμέτρητες -μα την αλήθεια- οι φορές που έχω βρεθεί στο έλεος τους, από την άλλη όμως με εκπλήσσει η ομορφιά που υπάρχει στην απλότητα όλων, καθώς είμαι από αυτούς που υποστηρίζω ότι η απλή μουσική μπορεί να είναι ταυτόχρονα και μοναδική - κάτι σαν την Πηνελόπη, που μας επιτρέπει να θαυμάσουμε τη θλίψη της όταν συμπίπτει με την λάμψη του φεγγαριού στην κορυφή του ωκεανού – έτσι υποσυνείδητα αν θες το έργο τους, με εισήγαγε σε αυτόν τον τρόπο σκέψης μπλέκοντας την μουσική με την εικόνα.
Δεδομένου ότι υπάρχει μόνο ένα στιχουργικό κομμάτι σε αυτό το άλμπουμ, είναι απαραίτητο να επισημανθεί η παρακμιακή ροή του, η οποία για να μην παρεξηγηθώ παίρνει θετικό πρόσημο, καθώς η ακουστική υποδομείται κατά την διάρκεια της εκτέλεσης του, και ενώ ξεκινάει μέσα από απλές νότες, δημιουργεί ένα αρμονικό riff, που πριν το καταλάβεις το συνεκτικό σύνολο είναι πλέον σε αταξία, τα νήματά του ξεφλουδίζονται αργά, για να σου αποκαλύψουν την αρχιτεκτονική του με μεγάλες, κυματιστές καμπύλες και λεπτούς, ψιθυριστούς μίσχους, κάνοντας τα όλα τόσο εύθραυστα, τραβώντας σε τόσο βαθιά, που θέλοντας και μη νοσταλγείς εκείνο το υδατώδες άκρο στο μουσικό τοπίο, με τις νότες να αλληλοεπιδρούν συνεχώς με το προσωπικό.
Σε αντίθεση από τα Absolutego και Amplifier Worship, ο ήχος του Flood ξεφεύγει από τα λεία ακούσματα των δύο προηγούμενων, ενσωματώνοντας με μαεστρία μινιμαλιστικά με προοδευτικά ροκ στοιχεία.
Στον επίλογο, αξίζει να σταθούμε στην κυκλοφορία του Flood, όπου ήρθε στην επιφάνεια εν έτη 2000. Το τρίτο κατά σειρά άλμπουμ του ιαπωνικού πειραματικού συγκροτήματος Boris, κυκλοφόρησε στις 15 Δεκεμβρίου 2000, και παρότι δεν έλαβε πολλές κριτικές κατά την κυκλοφορία του, κατάφερε να γίνει μία από τις ξεχωριστές δημιουργίες της μπάντας, καταφέρνοντας έτσι να χτίσει μια μοναδική σχέση επικοινωνίας μεταξύ των πομπού και δέκτη.