"Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι" λένε οι συντοπίτες μου και περίπου με αυτό το σκεπτικό ξεκίνησαν εκεί πίσω στα μισά των 90's να ετοιμάζουν το δεύτερό τους άλμπουμ οι The Third and The Mortal. Αν δεν σου λέει το παραμικρό το όνομα του σχήματος από το Τρόντχαϊμ της Νορβηγιάς, να σε πληροφορήσω ότι είναι από τις πρώτες πρώτες μπάντες που έδωσαν σχήμα και μορφή σε αυτό που ονομάζει ο μέσος μεταλλάς ατμοσφαιρικό metal. Οκ λοιπόν, οι πρώτες διαφωτιστικές συστάσεις έπεσαν.
Το "Tears laid in Earth" του 1994 ήταν ένα ντεμπούτο που έκανε πολλούς να γυρίσουν το κεφάλι τους από άκρατο ενδιαφέρον. Το "Painting on Glass" που αυτό το μήνα έκλεισε 25 χρόνια, πήγε ένα βήμα παραπέρα το μεράκι για δημιουργία των Νορβηγών. Η μπάντα με το περίεργο όνομα δεν πήγε για το χρήμα, που θα μπορούσε πολύ εύκολα να το κάνει διότι το έδαφος είχε ήδη προετοιμαστεί εκείνο τον καιρό. Το λίπασμα είχε μπει και απέφερε πλουσιοπάροχους καρπούς σε όποιον επέλεγε το δρόμο του atmospheric ή gothic metal. Οι The Third and the Mortal με το "Painting on Glass" πήγαν για τη δόξα.
Παίζοντας με την παροιμία στον πρόλογο, αν αντιστοιχήσουμε το σχήμα με αυτό το πολύτιμο αγαθό που μας προσφέρουν οι μέλισσες, τότε τους Νορβηγούς μπορώ να τους ταιριάξω με το άγριο μέλι που παράγεται σε κάποιο ψηλό βουνό. "Από την αρχή προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε ένα μοναδικό ήχο. Η ιδέα πίσω από τη μπάντα ήταν να σπάσουμε τα μουσικά όρια μέσα από ηχοτοπία. Κάθε μέλος έφερε και τις δικές του μουσικές επιρροές. Για εμάς ήταν σημαντικό να αναπτύσσουμε τόσο τον ήχο της μπάντας, όσο και τις προσωπικές μας δυνατότητες από δίσκο σε δίσκο" έχει πει ο κιθαρίστας των The Third and the Mortal, Trond Engum ρίχνοντας αρκετό φως σε μια συνέντευξή του το 2004.
Αλλά πόσο φως να πέσει στο "Painting on Glass", το curriculum vitae του avant garde metal στη δεκαετία του '90. Η εξάδα θα μπορούσε επί παραδείγματι να είχε συνθέσει μια δεκάδα ατμοσφαιρικών τραγουδιών με τη γνωστή συνταγογράφηση "εισαγωγή-γέφυρα-κουπλέ-ρεφραίν" και να τελειώσουν. Το "Painting on Glass" δεν είναι ούτε στο νυχάκι έτσι. Παρατηρείς όντως το συγκρότημα να χαρτογραφεί ηχοτοπία με ambient διαθέσεις. Ακου το "Azure" ή το "Aurora Australis".
Χέρι βοηθείας στην ατμόσφαιρα δίνουν τα επιπρόσθετα όργανα όπως το τρομπόνι ή το mellotron και το... ντιτζεριντού. Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις πως ετοιμάζεσαι να παρακολουθήσεις επεισόδιο του national geographic αλλά μην ταξιδέψει το μυαλό σου σε εξωτικούς ήχους. Το doom feeling συνεχίζει να στοιχειώνει τη μουσική των The Third and the Mortal. Συνέπεια αυτού να ακούγεται σκοτεινό και πολλές φορές ψυχρό, όχι όμως σαν τη ψυχρή μεταλλική επιφάνεια ενός ρομπότ. Το άλμπουμ σφύζει από ανθρώπινα συναισθήματα, έχει παλμό.
Την αίσθηση του soundtrack την αποκτάς και από το γεγονός πως τα μισά τραγούδια είναι ορχηστρικά. Δε μπορείς να πεις πως τα φωνητικά στο "Painting on Glass" έχουν τον πρώτο λόγο. Δεν είναι κράχτης η γυναικεία φωνή, ούτε η θηλυκή παρουσία σαν φυσικό πρόσωπο όπως επικρατούσε σε άλλες μπάντες εκείνης της περιόδου. Η φωνή της νεόφερτης Ann-Mari Edvardsen χρησιμοποιείται σαν ακόμα ένα όργανο. Η ίδια έχει πει πως πέρασε από οντισιόν λόγω γνωριμίας ενός φίλου του συγκροτήματος. "Δεν τους είχα ακούσει ξανά και πήγα αμέσως στο δισκάδικο για να αγοράσω ό, τι βρω από αυτούς. Τους βρήκα ενδιαφέροντες. Όταν πήγα στην πρόβα το συγκρότημα έμεινε έκπληκτο διότι δε είχαν επισημοποιήσει ότι έψαχναν τραγουδίστρια και ο κοινός μας φίλος μου το είχε αποκαλύψει αυθαίρετα" έχει πει σε παλιά της συνέντευξη η συντοπίτισσα των The Third and the Mortal με τις παράλληλες σπουδές και καριέρα στην όπερα.
Η Ann Mari θυμάται αφού βρέθηκε στην πρόβα, να τραγουδάει δυο με τρία τραγούδια και μετά να αυτοσχεδιάζει ένα θέμα το οποίο θα προστεθεί στο "Neurosis", το τραγούδι που ακούμε στο "Nightswan" EP του 1995 και που είναι το ουσιαστικό ντεμπούτο με το υπόλοιπο συγκρότημα. Κατά τη διάρκεια της διασκεδαστικής εκείνης πρόβας/οντισιόν η μπάντα αποφασίζει να προσθέσει στις τάξεις της την Ann-Mari που τους βγάζει ασπροπρόσωπους.
Οι στίχοι που αναβλύζουν από την εύθραυστη φωνή της είναι μετρημένοι αλλά απόλυτα εύστοχοι. Όσο λιγότεροι είναι, τόσο αυξάνονται τα ερωτήματα στον ακροατή. Πλέουν σαν καρυδότσουφλα στον ηχητικό ωκεανό του ανορθόδοξου που έχουν δημιουργήσει τα έξι μέλη. Όπως έχω αναφέρει παραπάνω, άδικα θα ψάξετε να βρείτε κλασσική δομή σε κάποιο από τα τραγούδια τους. Στο "Magma" ή το "Commemoration" ο τζαζέ αυτοσχεδιασμός των πνευστών είναι μια δήλωση των Σκανδιναβών για το πως θέλουν να προχωρήσουν μουσικά. Αυτό το βήμα παραπάνω θα το άκουγαν οι οπαδοί στο επόμενο τους άλμπουμ.
Θα προτιμούσα ωστόσο περισσότερα τραγούδια σαν το εντυπωσιακό "Persistent and Fleeting" με τον αέρα της μυσταγωγικής και γεμάτης επικίνδυνα μυστικά Ανατολής στις αρμονίες του. Είναι ρυθμικό και πολύ κοντά σε αυτά που έκαναν οι The Gathering στο "Mandylion". Οι The Third and The Mortal μάλλον επηρέασαν τους Ολλανδούς και όχι το αντίθετο. Όλα αυτά αναβλύζουν μέσα από μια καθάρια παραγωγή η οποία είναι πολύ σημαντική σε ένα τόσο "δύσκολο" δίσκο που θέλει να πει πολλά με ένα τόσο εσωστρεφή τρόπο.
Οι The Third and The Mortal πριν 25 χρόνια με το "Painting on Glass" ζωγράφισαν όχι στο γυαλί αλλά στο πεντάγραμμο ένα από τα πιο φθινοπωρινά άλμπουμ των 90's, ωθώντας όλους εμάς να θέλουμε να το αναπνεύσουμε σαν φρέσκο αέρα όπως τραγουδάει η Ann Mari στο "Veiled Exposure".