Υπάρχουν πολλά μουσικά "What If", σε αυτά συγκαταλέγεται ο Chuck Schuldiner, ο Cliff Burton, ο Jon Nödtveidt και πολλοί ακόμα ταλαντούχοι μουσικοί. Στο δικό μου μυαλό όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερο από αυτό του Terje Bakken ή όπως πιθανώς να τον γνωρίζετε καλύτερα, του Valfar.
Είχα πει ότι θα περίμενα στρογγυλό νούμερο για να γράψω για την αφεντιά του, όμως μπορώ να γράφω κάθε χρόνο, κάτι διαφορετικό, αναλόγως της ψυχολογίας μου, των εσωτερικών μου χρωμάτων. H μουσική του Valfar είναι σαν το κήπο του χωριού, όπου ανάλογα ποια εποχή θα το επισκεφθείς, ποικίλουν οι μυρωδιές που θα αισθανθείς, τα χρώματα που θα αντικρίσεις, γιατί όχι και οι γεύσεις που θα στολίσουν τον ουρανίσκο σου. Θα αποτελεί το μεγαλύτερο μουσικό ερώτημα, γιατί όταν το νήμα της ζωής του πάγωσε για πάντα, ο Valfar ήταν μόλις 25 ετών και είχε δείξει μόνο ψήγματα του δυσθεώρητου ταλέντου του.
Τι έπαιζε, black metal, folk metal, viking, όλα μαζί, κάποια από τα παραπάνω δεμένα με τα πιο απόκρυφα παγανιστικά μυστικά ή μήπως κανένα από όλα; Απάντηση, κανείς δεν είχε παίξει όπως αυτός μέχρι τότε και δύσκολα θα το ξανακάνει κάποιος. Το ύφος πολλοί θα το μιμηθούν – το οποίο και συμβαίνει – όμως τον δικό του μοναδικό τρόπο κανείς δε θα τον πλησιάσει. Βλέπετε, πολλά μουσικά σχήματα όταν θέλουν να δώσουν folk χαρακτηριστικά σε ένα κομμάτι, απλά προσθέτουν παραδοσιακά όργανα, ώστε ο ήχος να ακουμπήσει στην παράδοση. Ο Terje όμως, λόγω του ταλέντο με το οποίο τον είχε προικίσει η φύση, αυτό το έκανε συνθέτοντας αποκλειστικά για αυτά. Το μεγάλο του όπλο ήταν η ισορροπία μεταξύ σύνθεσης και ενορχήστρωσης, το ένα υπηρετούσε το άλλο και τα δύο τις εμπνεύσεις του.
Τέσσερεις δίσκοι, τόση είναι παρακαταθήκη του, που αν τους ακούσουμε με χρονολογική σειρά διακρίνουμε την αλματώδη του εξέλιξη. Αν φέρουμε στο νου μας το εξαιρετικό Sóknardalr και το Arntor παρατηρούμε ότι η βελτίωση του είναι δυσανάλογη συγκριτικά με το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο κυκλοφορίες. Αρχίζει όμως να παίρνει μεταφυσικές διαστάσεις, όταν μπαίνει στην κουβέντα το 1184. Το Likferd είναι ένα κείμενο από μόνο του, αφού ο Valfar σαν άλλος φιλόσοφος, «ανοίγει» τη μουσική σε είδη που κανείς δε θεωρούσε πιθανό να πάει.
Και αναρωτιέσαι, αν εκείνο το παγωμένο βράδυ, δεν έφευγε από το σπίτι, πού θα είχε φτάσει σήμερα; Θυμάμαι σε ένα μέσο που έγραφα κάποτε, είχα πει ότι ήταν λες και οι θεοί της Valhala, αποφάσισαν να φτιάξουν συγκρότημα και πήραν τον ίδιο χρόνο κοντά τους, αυτόν και τον Quorthon. Σήμερα, θεωρώ εντελώς άστοχη αυτή μου την τοποθέτηση, γιατί ούτε η κατοικία των θεών – των όποιων θεών – είναι ικανή να χωρέσει το ταλέντο του. Αυτό που όμως δε θα πάψω ποτέ να γράφω, όσα χρόνια με κείμενα και αν περάσουν, είναι ότι η υπερφυσική υπόσταση του Valfar επιβεβαιώνεται με το Journey to the End, όπου ουσιαστικά προφητεύει τον θάνατο, δεν τον επιδιώκει, τον προβλέπει.
A vague shadow lurking in the dark,
A sane man's worst nightmare,
A vision containing death,
As a wake in honour of himself,
For equal sane mortals,
It's a nightmare becoming real,
But I, I see it as the Final clause of a neverending deal
I embraced my vision, as it was common for me,
A fate, a destiny, an inevitable early death Finally I'm dead,
And the vision is revealed for everyone else