“Είμαι κακός. Είμαι δυσάρεστος. Δεν είμαι καθόλου ευχάριστος.”
~Fyodor Dostoevsky – (Σημειώσεις από) Το υπόγειο~
Υπάρχει αυτό το σύνδρομο του καλλιτέχνη που το ταλέντο του αναγνωρίζεται μετά το θάνατό του. Θα το επεκτείνω στο σύνδρομο του αριστουργήματος που λάμπει αρκετά αργότερα από τη δημιουργία του. Το σύνδρομο αυτό μπορούμε σίγουρα να αναγνωρίσουμε στην περίπτωση του Spiderland, αφού για διάφορους λόγους, άργησε πολύ να αναγνωριστεί όπως του άξιζε. Ευτυχώς όμως σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση να το μνημονεύουμε σε όλη του τη δόξα.
Αν μπορώ να αναγνωρίσω σε κάποιους ανθρώπους ένα μεμονωμένο χαρακτηριστικό για το οποίο θα ήθελα να τους μοιάσω, σίγουρα ξεχωρίζω τον Steve Albini και την ικανότητά του να εντοπίσει ακατέργαστα διαμάντια όταν είναι ακόμη μαύρος άνθρακας. Κάτι τέτοιο είχε κάνει και στην περίπτωση του Spiderland, αφού όταν κυκλοφόρησε είχε πει χαρακτηριστικά “αγοράστε το πριν φτάσει εκείνος ο καιρός που θα ψάχνετε μανιωδώς ένα αντίτυπό του”.
Ας ξεκινήσουμε από τα ντοκουμέντα. Εκεί θα πούμε, ότι οι Slint, όντας μια μπάντα που κινούνταν αποκλειστικά στην τοπική σκηνή του Kentucky, το οποίο είναι μάλλον διάσημο πρώτα για τα τηγανιτά του κοτόπουλα κι έπειτα για το Spiderland, δεν ήταν και πολύ σίγουροι για το μέλλον τους όταν ηχογραφούσαν το δίσκο αυτό. Έτσι, η απόφαση να διαλύσουν το συγκρότημα λίγους μήνες πριν από την επίσημη κυκλοφορία του Spiderland, απογυμνώνει την κυκλοφορία αυτή από κάθε προσπάθεια προώθησης, touring και κυρίως, πίστης στο μεγαλείο του. Ο μόνος που μάλλον πίστεψε πραγματικά σε αυτό, ήταν ο Albini.
'Ετσι, το Spiderland κυκλοφορεί παρατημένο στην τύχη του, με κάποιο ελάχιστο κόσμο να το αναγνωρίζει. Η ύπαρξη του όμως στέκεται εκεί στη βρώμικη γωνία του underground, αγέρωχη μα παγερά σκοτεινή. Τα χρόνια περνούν, με ολοένα και περισσότερους καλλιτέχνες να το ανακαλύπτουν και να τους ασκεί επιρροή. Μιλάμε για κάτι τιποτένια σχήματα που το κράτησαν και έγραψαν με γνόμωνα την πρωτοπορία του, όπως οι Mogwai και οι Godspeed You! Black Emperor.
Τι το ιδιαίτερο είχε όμως αυτό το κύκνειο άσμα ενός local band των 90s; Αρχικά, η χρήση άρρυθμης, δυσαρμονικής, υπόκωφης κιθάρας. Έπειτα η χωρίς προσπάθεια σκοτεινή ατμόσφαιρά του. 'Aλλο ένα στοιχείο, η παράταιρη δομή των κομματιών του, που δεν παρουσιάζουν ρεφρέν, κουπλέ και κλασσικά μοτίβα pop μουσικής, ωστόσο διατηρούν μια απρόσκοπτη συνοχή. Τέλος, η εγκυβωτική αφηγηματικότητα των στίχων του. Στίχοι που αποδίδονται με φωνητικά που σπάνια τραγουδάνε παρά απαγγέλουν, με παύσεις τα σημεία που σου κραυγάζουν στη μούρη τι σημαίνει να είσαι μόνος.
Το Spiderland είναι έξι ιστορίες αληθινής μοναξιάς, άλλοτε ρεαλιστικής και άλλοτε αισθητηριακής, μα σίγουρα πηγαίας. Σημαδιακά, τα γενέθλια των τριάντα του χρόνων, μία ηλικία που το τι ακριβώς σημαίνει να είσαι μόνος έρχεται και αποκτά σαφείς χαρακτηρισμούς, περιγραφές και όρια στη συνείδησή σου, το βρίσκουν να τα γιορτάζει μόνο του μέσα σε ένα παγκόσμιο lockdown.
Ταιριαστά, σε απόλυτη απομόνωση, πάνω από μια μίζερη πάστα με ένα κεράκι ερωτηματικό, καθώς τα χρόνια του είναι πλέον αρκετά για να τα λέει με άνεση. Ειρωνικά, τη στιγμή που θεωρείται από πολλούς μια από τις πιο σημαντικές κυκλοφορίες στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής και λαμβάνει τίτλους όπως η πιο αξιόλογη κυκλοφορία του 1991. Συχνά θα δεις να γράφεται ότι το σηματοδοτούν ως την απόλυτη στιγμή της έναρξης του math rock – ένα δηλαδή εντελώς καινούριο είδος τη στιγμή της δημιουργίας του.
Η κατάβαση στη σκοτοδίνη του Spiderland εκκινεί με το Breadcrumb Trail και μία από τις πιο χαρακτηριστικές εισαγωγικές μελωδίες του σύγχρονου πειραματικού rock. Ο πρωταγωνιστής μας περπατά, μόνος, και βρίσκεται σε ένα πανηγύρι, όπου το ενδιαφέρον του τραβάει μια γοητευτική ανώνυμη χαρτορίχτρα. Θα βγουν ένα ραντεβού εφηβικό, θα μπουν στο τρενάκι και όταν όλα τελειώσουν ο πρωταγωνιστής μας θα γυρίσει από όπου ήρθε, μόνος. Η συνέχεια αβέβαιη, και όπως το κομμάτι αφήνει να εννοηθεί, μάλλον ανύπαρκτη. Η κιθάρα και τα φωνητικά άλλοτε μελωδικά κι άλλοτε εντελώς χαοτικά, συνοδεύουν με ένα rollercoaster συναισθημάτων την βόλτα στο rollercoaster.
Αν θα ζητούσες να σκεφτούμε έναν μοναχικό σινεματικό χαρακτήρα σίγουρα το μυαλό θα περάσει από το πρώτο κινηματογραφικό βρυκόλακα, Nosferatu. Αν αφήσουμε κάπως στην άκρη – για να μην περάσω σε πολυεπίπεδες αναλύσεις – το συμβολισμό της ταινίας για την εξάπλωση της πανούκλας, ο Nosferatu είναι μόνος. Δε μπορεί να αγαπηθεί, επειδή είναι διαφορετικός, εσωτερικά και εξωτερικά και ότι αγγίζει με αγάπη, αυτό είναι καταδικασμένο να πεθάνει. Με βάση αυτό, το Nosferatu Man είναι το τραγούδι της μοναξιάς που έχει έρθει ως συνέπεια και όχι επιλογή. Αρκετά πιο noise και επιβλητικό από την υπόλοιπη οικογένεια του – ναι Ειρήνη, είναι ειρωνικό να λες πως έξι ιστορίες μοναξιάς φτιάχνουν μεταξύ τους μία οικογένεια, αλλά αυτός είναι ο σκοπός μου, συγχωρέστε με – μετουσιώνει την οργή του να είσαι μόνος χωρίς καθόλου να το αποζητάς σε ήχους.
Το Don, Aman είναι ίσως ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια, ακριβώς γιατί την αγάπη τη μεταφράζω σε ταύτιση. O Don είναι ένας τύπος που έχει βγει και κάποιος τρίτος παντογνώστης αφηγητής μας αποκαλύπτει τις εσωτερικές του σκέψεις. Τι το τόσο ιδιαίτερο έχει αυτό για να ταυτιστεί κανείς, θα ρωτήσεις. Ο Don δεν είναι πάρα πολύ κοινωνικός θα σου πω και απ’ ότι φαίνεται κάθε του έξοδος όπως και η συγκεκριμένη, είναι ένα αλλεπάλληλο εσωτερικό debate καταννόησης της ανικανότητας του να γίνει μέρος του όλου, να χαθεί στην κοινωνικότητα, να νιώσει για λίγο ότι δε διαφέρει. Η πλήρης απουσία κρουστών από το κομμάτι δίνει την εντύπωση ότι μπάσο και κιθάρα υπάρχουν απλά για να υπογραμμίσουν τα αφηγηματικά φωνητικά, θαρρείς και είναι παλμοί που συνοδεύουν τους αδιάκοπους εσωτερικούς μονολόγους του Don. Το Don, Aman, είναι η συμφιλίωση με τη μοναξιά και τον εαυτό, έπειτα από χρόνια πάλης.
He knew what he had to do
He was responsible
In the mirror
He saw his friend.
Το Washer, είναι ένα από τα πιο μισητά μου κομμάτια. Πως γίνεται να αγαπάς τόσο πολύ ένα δίσκο όταν μισείς το ένα έκτο του, θα ρωτήσεις. Είναι επειδή περιγράφει με διαολεμένη ακρίβεια πράγματα που έχω βιώσει και σιχαίνομαι, θα σου πω. Το Washer, είναι κυριολεκτικά ένα ξέπλυμα, ευθυνών, ο ιδανικός τρόπος για να πεις με μια αφιέρωση “δε φταις εσύ, εγώ φταίω”. Η μοναδική φορά μάλιστα που ο McMahan τραγουδά πραγματικά, μελωδικά, χωρίς αφηγηματικούς τόνους και οργή. Πάει να δείξει συναίσθημα όταν στην ουσία έχει στερηθεί πλήρως από αυτό. Ό,τι γράφει στο Washer το κάνει πράγματι λίγο καιρό αργότερα στην ίδια του τη μπάντα. Αν και υπάρχει η μη επιβεβαιωμένη νύξη ότι το κομμάτι περιγράφει ένα αυτοκτονικό σημείωμα του ανώνυμου πρωταγωνιστή του, μπορεί σίγουρα να ερμηνευθεί ως η τέχνη του να αφήνεις τον άλλον στη μοναξιά, επειδή δεν είσαι σε θέση να διαχειριστείς τη δική σου. Και το ξέπλυμα είναι το “καλύτερα έτσι, και για τους δυο μας”. Μισώ το Washer για όλα τα παραπάνω, ωστόσο δεν ανέφερα ποτέ ότι το μίσος δε το θεωρώ απαραίτητα κακό συναίσθημα.
“Τι έχουμε για φαγητό;” ρωτάς και δεν είναι κανένας μαζί σου. Στο For Dinner… δε μιλάει κανείς, όπως εκείνες τις μίζερες στιγμές που κάπως έχεις την ανάγκη να μοιραστείς ένα από τα πιο ζεστά πράγματα για να απολαύσεις μαζί με κάποιον άλλον, ένα γεύμα δηλαδή, ενώ είσαι τελείως μόνος. Το For Dinner… είναι ένα παιχνίδι εντάσεων με όλη την κυριολεκτική έννοια της λέξης, ένα instrumental που διανύει ένα κακοτράχηλο μονοπάτι διάσπαρτο από bearly audible νότες στα όργανα της μπάντας, μέχρι παιξίματα οριακά ενοχλητικά. Η μαγεία του ξετυλίγεται στο πλήρες της στην analog ηχογραφημένη του μορφή, αφού χωρίς να αγγίξεις ποτέ το διακόπτη του volume, η διαφορά έντασης του ήχου από σημείο σε σημείο είναι αριστουργηματική. Όπως η εκάστοτε περίπτωση του να γευματίζεις μόνος.
Τελευταία ιστορία σε αυτό το μίζερο ανθολόγιο (παρόμοια μίζερο με το επώνυμο βιβλίο του σχολείου που σπάνια άγγιζε κανείς ποτέ) το Good Morning, Captain. Μια παραβολή θα έλεγε κανείς χτισμένη με μία καταιγίδα, έναν καπετάνιο και ένα παιδί, για να εξιστορήσει την (τι άλλο;) μοναξιά της ενηλικίωσης αυτή τη φορά. Μια ενηλικίωση που δε σηματοδοτείται ηλικιακά σε καμία περίπτωση, αλλά συμβολοποιείται στη στιγμή της συνειδητοποίησης ότι δεν είσαι πια παιδί, όποτε κι αν έρθει αυτή. Τραγικός επίλογος οι κραυγές αγωνίας του καπετάνιου στον νεαρό εαυτό του: “I MISS YOU, I MISS YOU, AH, I MISS YOU, I MISS YOU”.
Θα παρατήρησες ότι ξεκίνησα με μία φαινομενικά άσχετη παραπομπή στην πρώτη πρόταση του “Υπογείου” του Ντοστογιέφσκι. Στο μυαλό μου όμως καθόλου άσχετη δε φαίνεται, αφού περιγράφει με ειλικρίνεια το τι είναι το Spiderland και που με ειλικρίνεια εκφράζει και το ίδιο σε κάθε του στιγμή. Οι Slint ένιωθαν αυτή τη μοναξιά της ενηλικότητας γράφοντας το δίσκο. Οι Slint φαίνεται να νιώθουν αυτή τη μοναξιά ακόμη και στο εμβληματικό εξώφυλλο του Spiderland, τη στιγμή που παρόλο που είναι μια παρέα που κολυμπάει σε ένα ειδυλλιακό σεληνιακό τοπίο, φαίνεται ξεκάθαρα στα μισοβυθισμένα στο νερό πρόσωπά τους ότι θα προτιμούσαν να μη βρίσκονται εκεί.
Αυτή η μοναξιά μεταφράστηκε σε ήχους και δοκιμές που δεν υπήρξαν μέχρι τότε, δημιουργήθηκαν δηλαδή και έζησαν για αρκετό καιρό μόνοι, αφού και οι ίδιοι οι Slint διαλύθηκαν χωρίς σκοπό να τους συνεχίσουν. Το Spiderland όμως κέρδισε τη μάχη στο χρόνο, γιατί ήταν μια σκληρή αλήθεια γραμμένη σε χαρτί. 'Ενα εγχειρίδιο για το πως να συμφιλιωθείς με τη μοναξιά, τόσο σε προσωπικό επίπεδο με την “κατανάλωσή” του, όσο και σε επίπεδο μουσικής δημιουργίας με την έμπνευση που έδωσε σε όσους είχαν ιδέες πρωτόγνωρες και “μόνες”, για τις οποίες βρήκαν κατανόηση και παρέα μπλεγμένες στα δίχτυα του Spiderland.
Γνωρίζοντας το Spiderland, βοηθήθηκα πολύ να γίνω ο Don. Και τέτοιες μέρες που περνάμε θέλω να διαδώσω όσο περισσότερο μπορώ αυτή την ψυχοθεραπευτική του ιδιότητα.