Αρχική ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣMIDNIGHT EXPRESSΛίγο Μουστάκι, λίγο Μάγκνουμ και ο Bronson μου

Λίγο Μουστάκι, λίγο Μάγκνουμ και ο Bronson μου

Σε έναν πραγματικά ΔΙΚΑΙΟ κόσμο που ο κόσμος θα επιβράβευε τη δημιουργικότητα και ουχί τον ακαδημαϊσμό στον κινηματογράφο, το δίδυμο των Menahem Golan και Yoram Globus θα θεωρούνταν αντίστοιχου βεληνεκούς με όλους τους Kubrick και Bergman αυτού του πλανήτη. Ως κεντρικά κεφάλια πίσω από την εταιρεία της Cannon, κατάφεραν να βγάζουν με ελάχιστα μέσα πολλά φιλμ (αμφισβητήσιμης αξίας ως επί το πλείστον), να πουλήσουν βία και σεξ, να καθιερώσουν τον νίντζα ως εικόνα στο αμερικάνικο κοινό και άμα λάχει να πηγαίνουν στις Κάννες και να πουλάνε ταινίες που δεν έχουν καν γυριστεί ακόμα βγάζοντάς τες επί τόπου από το μυαλό τους. Ντυμένοι με λαμέ φόρμες μέσα σε μια θάλασσα από γραβάτες και παπιγιόν. Τόσο τεράστιοι.

Φυσικά αν ρωτήσεις κάποιον σφόδρα σινεφίλ «ποιο είναι το αγαπημένο σου φιλμ της Cannon;», η πιθανότητα να σου απαντήσει «το Runaway Train» είναι μεγάλη. Ταινιάρα το Runaway Train αλλά ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Αν είναι να μιλήσουμε για ταινίες που πρεσβεύουν το τι εστί Cannon ας μιλήσουμε για το American Ninja, για το Enter The Ninja με το τεράστιο μουστάκι του Franco Nero, το Bloodsport, το Breakin’, τις ταινίες του Chuck Norris. Όλες αυτές τις ταινίες που καθιέρωσαν μια σχεδόν αθώα και απλοϊκή αντίληψη του θεάματος και πρόσφεραν στο κοινό όση b-movie αισθητική μπορούσε να αντέξει. Το να εξιστορήσουμε βέβαια τα έργα και τις ημέρες αυτής της εταιρείας δεν είναι το θέμα αυτού του κειμένου, για αυτόν το λόγο προτιμήστε ή το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Electric Boogaloo: The Wild, Untold Story of Cannon Films ή το ευμέγεθες βιβλίο Stories From The Trenches: Adventures In Making High Octane Hollywood Movies With Cannon Veteran Sam Firstenberg.

Μιλώντας περί αθώα και απλοϊκή αντίληψη του θεάματος, το πρώτο Death Wish του 1974 κάθε άλλο παρά αθώο ήταν. Μια ταινία βουτηγμένη στη βία και τη φρίκη, που καλεί τον κόσμο στην αυτοδικία και κάνει τον κόσμο να υποψιάζεται ότ κάτι δεν πάει καλά στο μυαλό του σκηνοθέτη Michael Winner. Ο φιλήσυχος Charles Bronson ορίζεται ως μια φιγούρα εκδίκησης μετά τη δολοφονία και το βιασμό της συζύγου του από ταραχοποιούς του δρόμου, παίρνοντας τους δρόμους και πυροβολώντας κατά το δοκούν όποιον απειλεί τη μεσοαστική γαλήνη της Αμερικής. Και προφανώς αυτή η ταινία θα χαρακτηριστεί ως ένα διαμαντάκι της εποχής, σε σημείο που 8 χρόνια μετά η Cannon θα θελήσει να επαναλάβει την επιτυχία της, γυρίζοντας ένα sequel παρόμοιας, δύστροπης υφής που θέλει πραγματικά γερά στομάχια για να το δεις. Ο Charles Bronson έχει αρχίσει να γερνά αλλά πρέπει κάπως να δουλέψει, αν και δεν τρελαίνεται με την ιδέα. Η ταινία πετυχαίνει στα box office και το δίδυμο Golan-Globus τρίβει τα χέρια του με ικανοποίηση. Τόση ικανοποίηση που ΦΥΣΙΚΑ θα γυρίσει κι άλλες συνέχειες, έστω κι αν αυτές χάνουν αυτό το σοβαρό ύφος των δύο πρώτων, αρχής γενομένης από το Death Wish 3 του 1985.

Θα περίμενε κανείς πως ένας άνθρωπος σαν τον Paul Kersey, έχοντας χάσει σύζυγο και κόρη θα είναι σε βαθιά κατάθλιψη και θα ζει με τις αναμνήσεις. ΑΜ ΔΕ. Ο Paul Kersey είναι ένας οριακά χαρούμενος άνθρωπος που αποφασίζει να επισκεφθεί τον κολλητό του στη Νέα Υόρκη η οποία μαστίζεται από συμμορίες μειονοτήτων (ρατσιστικό θα ‘λεγε κανείς). Βλέποντας την εγκληματικότητα να ανεβαίνει κατακόρυφα, αυτούς τους πανκς να τα κάνουν όλα ρημαδιό και να καταστρέφουν την αμερικάνικη κοινωνία, ο Kersey αποφασίζει αυτεπάγγελτα να ξαναβάλει τάξη και να χειροκροτηθεί από μια γειτονιά που χρειάζεται έναν μυστακιοφόρο υπερήλικα με μάγκνουμ για να τη σώσει.

Ο Winner πλέον δεν ντρέπεται καθόλου να δείξει έκδηλα ότι δεν τις πάει και πολύ τις άλλες εθνικότητες ή οτιδήποτε δεν ταιριάζει στην αισθητική του. Ούτε ντρέπεται να δείξει πως δεν έχει τις γυναίκες περί πολλού. Έχει το δημιουργικό ελεύθερο, θα κάνει ό, τι γουστάρει. Σε σημείο που θα κακοποιεί τους ηθοποιούς στα γυρίσματα και θα έχει διαρκή κρεσέντο οργής όταν κάτι δεν πηγαίνει όπως το ήθελε. Ο Bronson από την άλλη έχει γεράσει, βαριέται να παίξει και οι κινήσεις του είναι οριακά άβολες αν σκεφτούμε το ρόλο που καλείται να παίξει. Αλλά το χρήμα πρέπει να βγει. Όλα αυτά συντελούν στο να βγει μια ταινία κλισέ, ιδεολογικά απαίσια και ανεκδιήγητα κακογυρισμένη σε σημείο που συγκεντρώνει όλα τα επιχειρήματα για να χαρακτηριστεί ως κακή. Είναι, ωστόσο, αυτό λόγος να μη τη δει κανείς; Τουναντίον, η προβολή της προκαλεί στομαχόπονους από τα γέλια.

Κατά τη διάρκειά της εκστομίζονται ατάκες που κανείς δε θα περίμενε να ακούσει, που κανένα ανθρώπινο στόμα δε θα ήταν ικανό να ξεστομίσει. Η υπερβολή στις ερμηνείες από πλευράς των δευτεραγωνιστών δείχνει πως ο σκοπός (το χρήμα δηλαδή) αγιάζει τα μέσα και ΕΔΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ ΚΥΡΙΟΙ, ΕΔΩ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΑΝΚΣ ΝΑ ΤΙΜΩΡΩΝΤΑΙ. Ο Bronson είναι χαρακτηριστικά εκτός τόπου και χρόνου, η βία είναι λύση στα πάντα και, όταν το μάγκνουμ δε μπορεί να λύσει προβλήματα δεν πειράζει. Υπάρχουν και τα ρουκετοβόλα. Μιλάμε για ρεσιτάλ υπερβολής που πρέπει να δει κανείς για να το πιστέψει, ιδανικά με παρέα και διάθεση γιουχαρίσματος. Έτσι μετατρέπεται σε μια άνευ όρων απόλαυση που ναι μεν ψυχογραφεί τη μέση αντίληψη του κρυφοακροδεξιού ο οποίος θέλει να τον χειροκροτά ο κόσμος από τα μπαλκόνια για εγκλήματα μίσους, αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να είναι ένα καρακιτσαριό που δεν μπορείς με τίποτα (αν είσαι σώφρων) να το πάρεις σοβαρά.

Και μιλώντας περί ιδανικής προβολής: Σάββατο (ή μάλλον Κυριακή), στη 01:15 μετά τα μεσάνυχτα, το Midnight Express μας καλεί στη Ριβιέρα για μια τέτοια προβολή. Την ταινία θα προλογίσει και κανιβαλίσει το σημαντικότερο τρίο της Κυψέλης, οι «b-movies are my business», οι μάγιστροι του φιλμικού podcast The Film Pit, Μάκης Παπασημακόπουλος, Στέλιος Καρακάσης και Αχιλλέας Χαρμπίλας. Αφήστε μουστάκι, κουβαλήστε τα (ψεύτικα, ελπίζω τουλάχιστον) μάγκνουμ σας και απολαύστε υπευθυνότατα. Αν ήσασταν στο Samurai Cop πέρσι, τότε καταλαβαίνετε γιατί είναι επιβεβλημένη η παρουσία σας εκεί.

Τελευταία