Ύστερα από το GI JOE Rise of Cobra του 2009 και το GI JOE Retaliation του 2013, δύο ταινίες που έτυχαν αρνητικής καλλιτεχνικής αποδοχής και αποτέλεσαν μετριοπαθής μόνον εισπρακτικές επιτυχίες, οι ιθύνοντες πίσω από το λατρεμένο αλλά και ξεχασμένο IP των GI JOE αποφάσισαν να κάνουν για άλλη μία φορά ένα reboot στο franchise. Αυτή τη φορά οι δημιουργοί επέλεξαν να αφιερώσουν μία ταινία στον διασημότερο ίσως χαρακτήρα της ομάδας των υπέρ-κατασκόπων και νίντζα, τον Snake Eyes επιχειρώντας παράλληλα να συστήσουν εκ νέου τον πολύχρωμο κόσμο των GI JOE στο ευρύ κοινό.
Η ταινία του Robert Schwentke αποτελεί ένα origin story για τον ομώνυμο χαρακτήρα. Δεν έχουμε εδώ τον μυστηριώδη και σιωπηλό πολεμιστή σαμουράι που δεν έβγαζε τη μάσκα του. Ο Snake Eyes που βρίσκουμε εδώ είναι ένας τυχοδιώκτης με αγνή καρδιά αλλά και ένα ζοφερό παρελθόν το οποίο τον καταδιώκει. Αυτή η αναθεώρηση του χαρακτήρα από τα καρτούν και τις προγενέστερες ταινίες, αφότου σώσει την ζωή ενός αγνώστου θα προσκληθεί σε μία μυστική φατρία πολεμιστών η οποία μάχεται εναντία σε σκοτεινές δυνάμεις που θέλουν να επικρατήσουν δια της βίας στον κόσμο.
Το σενάριο των Evan Spiliotopoulos, Joe Shrapnel και Anna Waterhouse ίσως και να είναι ένα από τα χειρότερα σενάρια στο είδος. Δεν υπάρχει κάτι το πρωτοποριακό. Είναι ένα συνονθύλευμα κλισέ και στοιχείων από άλλες ταινίες που στερείται ακόμη και κάποιας ικανής εκτέλεσης. Παντελώς απών είναι ο οποιοσδήποτε σημαντικός λόγος να επενδύσει ο θεατής στα δρώμενα. Η κεντρική πλοκή δε βγάζει νόημα, οι αποφάσεις των χαρακτήρων είναι ανούσιες και δε συμβάλλουν στην εξέλιξη ή στην έκβαση της αφήγησης. Οι χαρακτήρες είναι αδιάφοροι και γραμμένοι με την προχειρότητα παιδικής παράστασης. Κανένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές δεν αναπτύσσεται και απλά αλλάζει εκ θεμελίων η προσωπικότητά του όποτε το απαιτεί η πλοκή. Ακόμη και οι σκληροπυρηνικοί θαυμαστές του χαρακτήρα δε θα βρουν κάτι που να τους ελκύει. Στο μεγαλύτερο μέρος της, το Snake Eyes αφορά μία μπασταρδεμένη εκδοχή του ήρωα δίχως τα όσα στοιχεία τον καθιστούσαν εξαρχής γοητευτικό στο κοινό. Αντί για τον θαρραλέο μασκοφόρο πολεμιστή με περισσή πειθαρχία και μαχητική δεινότητα βρίσκουμε εδώ έναν εγωιστικό εγκληματία με δήθεν «πιασάρικες» ατάκες και μοναδικό κίνητρο να ικανοποιήσει τους σχετικά ανήθικους στόχους του.
Ομολογουμένως στον τομέα των σκηνών μάχης και της χορογραφίας δράσης έχουν εργαστεί ορισμένοι ταλαντούχοι άνθρωποι με μία αξιοσημείωτη γνώση των πολεμικών τεχνών. Ακόμη και οι ηθοποιοί γίνεται φανερό ότι είναι άτομα τα οποία γνωρίζουν πώς να παλέψουν και να κινηθούν με την σβελτάδα και τη χάρη των πολεμιστών που υποτίθεται ότι υποδύονται. Και φαντάζομαι υπάρχει μία αξιέπαινη συλλογική προσπάθεια από ηθοποιούς, χορογράφους και κασκαντέρ να παραδώσουν ορισμένες δυναμικές σεκάνς μάχης. Δυστυχώς η όλη προσπάθεια κατακρεουργείται από τον σκηνοθέτη Robert Schwentcke και την φωτογραφία του Bojan Bazelli. Καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο ωρών που διαρκεί η ταινία, οι δύο αυτοί δημιουργοί ξεδιπλώνουν την ανικανότητα τους ως κινηματογραφιστές.
Η κινηματογράφηση του Bazelli είναι επίπεδη και άχρωμη και θα μπορούσε κάλλιστα να έχει προέρθει από ερασιτεχνικό πορνό. Ο τρόπος που επιλέγει όμως να απαθανατίσει τις σεκάνς δράσης είναι τόσο άσχημος που πιθανότατα θα δημιουργήσει ζαλάδα στον θεατή. Ο Schwentke επιλέγει έναν τρόπο σκηνοθεσίας στις σκηνές μάχης που απλά υποβιβάζει μία στιβαρή και μελετημένη δουλειά πάνω στην χορογραφία της δράσης. Όλα τα κλισέ των σκηνών δράσης (κουνημένα πλάνα και απότομα ιλιγγιώδες μοντάζ) είναι παρόντα εδώ. Κλισέ που ο αμερικανικός κινηματογράφος θα έπρεπε να είχε απολέσει, έχουν επιστρέψει εδώ και βασανίζουν τον αμφιβληστροειδή του θεατή για 120 σχεδόν λεπτά. Με την έναρξη των τίτλων τέλους θα αναρωτηθεί ο οποιοσδήποτε για το εάν κατέχει έστω και ψήγματα ταλέντου ως σκηνοθέτης ο Schwentke και βλέποντας την ταινία αυτή, αυτό μοιάζει ως κάτι το αμφίβολο.
Οι ηθοποιοί δυστυχώς καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να παρουσιάσουν ένα καλό τελικό αποτέλεσμα παρά το άθλιο σενάριο, είτε στον τομέα των σκηνών δράσης είτε στον τομέα του δράματος. Όμως μάταια, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει κάτι άξιο να σωθεί πίσω από το τερατούργημα που είναι το Snake Eyes. Αξιέπαινο είναι τουλάχιστον το γεγονός ότι ο Andrew Koji ( εξαιρετικός ως πρωταγωνιστής στο απίστευτα καλό Warrior του HBO Max) δίνει μία μεστή ερμηνεία και επισκιάζει συνέχεια τον άχρωμο ως πρωταγωνιστή Henry Golding. Ο Koji κάνει μία αρκετά καλή δουλειά ως προς το να αναδείξει το σκοτάδι και την εκκολαπτόμενη οργή του χαρακτήρα του. Είναι κρίμα που χαραμίζεται σε αυτό το καλλιτεχνικό ναυάγιο.
Το Snake Eyes στο σύνολο της είναι μία εκτενής διαφήμιση για action figures που αποτυγχάνει στο να εντυπωσιάσει και να διασκεδάσει. Δεν αξίζει την θέαση σε κάποια συνδρομητική υπηρεσία . Δεν αξίζει την θέαση. Το Snake Eyes κατορθώνει μόνο να ρίξει την ταφόπλακα στο franchise των GI JOE.
Rating:
★★★★★
Χώρα: ΗΠΑ, Ιαπωνία
Έτος: 2021
Χρώμα: Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Robert Schwentke
Πρωταγωνιστούν: Henry Golding, Andrew Koji, Samara Weaving
Διάρκεια: 120'