Το είδος των road movies είναι διαδεδομένο και πλούσιο. Είτε η συζήτηση αφορά τις πλέον διάσημες ταινίες του προαναφερόμενου genre όπως Easy Rider, Paris, Texas και Thelma And Louise είτε πιο niche δημιουργήματα όπως Vanishing Point και My Own Private Idaho, είναι σίγουρο ότι έχουμε δει ανά τα χρόνια σπουδαίους auteurs να εξερευνούν θεματικές υπαρξιακού περιεχομένου με πυγμή και φιλοδοξία μέσα στα στενά περιθώρια μιας ταινίας για ανθρώπους που περιπλανούνται στους αχανείς δρόμους κάποιου απομακρυσμένου προαστίου. Μια τέτοια ταινία είναι το Two-Lane Blacktop του Monte Hellman ενός δημιουργού με εξαιρετικά ποικίλη βιογραφία και ένα αναμφίβολα στιβαρό portfolio.
Η ταινία του Hellman αφορά την μοιραία συνάντηση ενός οδηγού παράνομων αγώνων ταχύτητας και του μηχανικού του με μια γοητευτική τυχοδιώκτρια και έναν σαρδόνιο ιδιοκτήτη ενός GTO και την σύγκρουση τους με φόντο την άγρια ομορφιά της βορειοδυτικής Αμερικής. Το δημιούργημα του Hellman είναι μια ταινία που αδικήθηκε προτού αναγνωριστεί για την ευφυΐα της. Έχοντας ξεκινήσει ως ένα spec script που απορρίφτηκε κατά επανάληψη τόσο από παραγωγούς, στούντιο αλλά και σκηνοθέτες προτού καταλήξει στα χέρια ενός ανθρώπου που το εκτίμησε. Το σενάριο του Will Corry κατόπιν απαιτήσεως του παραγωγού Michael Laughlin αγοράστηκε για περίπου 100,000 δολάρια από την εταιρεία παραγωγής που εργάζονταν ο Laughlin. Στη συνέχεια ο underground νοβελίστας Rudy Wurlitzer αφού επιλέχτηκε από τον ίδιο τον Hellman, έγραψε εξαρχής το σενάριο κάνοντας τις απαραίτητες αλλαγές και εν τέλει βελτιώνοντας το αρχικό υλικό.
Αν και δέχτηκε αρκετές επευφημίες από το περιοδικό Esquire για την ευφυΐα και πολυπλοκότητα ιδεών της φαινομενικά κλισέ κεντρικής ιστορίας που πραγματεύεται, η εταιρεία παραγωγής ανέβαλλε την κυκλοφορία της ταινίας για ένα μεγάλο διάστημα και όταν εν τέλει ενέδωσε στις πιέσεις των συντελεστών να δείξει το έργο στο ευρύ κοινό, το έκανε δίχως πολλές φανφάρες με ένα τραγικά σύντομο release window.
Χρειάστηκαν έτη ολόκληρα για να διαδοθεί το γεγονός της ύπαρξης της ταινίας και αυτό οφείλονταν κυρίως σε μερικές διθυραμβικές κριτικές από καταξιωμένους στον χώρο ανθρώπους (ο Roger Ebert εκτίμησε δεόντως τη ταινία) αλλά και στο εντυπωσιακά ισχυρό word of mouth από το μικρό κοινό που έτυχε να δει τη ταινία είτε σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα είτε πολλά χρόνια μετέπειτα κατόπιν απαιτήσεως από την ηχηρή μειοψηφία θαυμαστών του Two-Lane Blacktop (εις την όποια μειοψηφία συγκαταλέγονταν και ο Werner Herzog) κυκλοφόρησε σε Home Video.
Το σπουδαίο αυτό φιλμ αποτελεί μια αλληγορική ιστορία πάνω στην φιλία, τον έρωτα, την εμμονή, την τοξική αρρενωπότητα, την ουσία αλλά και το κόστος του να βιώνει κανείς την κάθε ημέρα σαν να μην υπάρχει αύριο, δίχως την παραμικρή έγνοια για το τι επιφυλάσσει το μέλλον. Είναι μια ταινία απροσδόκητα τρυφερή. Ίσως θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι μια ταινία που αντιμετωπίζει με έναν κάποιο ρομαντισμό τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα των πρωταγωνιστών.
Ωστόσο δεν είναι μια γλυκανάλατη εμπειρία αφού ο φακός του Hellman με τη γοητευτική φωτογραφία του Jack Deerson αναδεικνύει με ωμότητα την ζοφερή πραγματικότητα των πρωταγωνιστών. Κάθε πλάνο των 102 λεπτών που διαρκεί η ταινία ξεχειλίζει από νόημα και ένταση. Ο θεατής βιώνει την δίψα για ταχύτητα και αδρεναλίνη των πρωταγωνιστών σαν να αποτελεί επιβάτης των οχημάτων που οι χαρακτήρες οδηγούν με την μανία δαιμόνων.
Η απλοϊκά δομημένη πλοκή δεν πρέπει να ξεγελάσει τον θεατή για το περιεχόμενο της ταινίας. Το Two-Lane Blacktop είναι στο πυρήνα του ένα βαθύτατα φιλοσοφικό έργο. Μια διαπραγμάτευση του τι εστί να είσαι ένας «σύγχρονος» άνθρωπος και τι υπάρχει πέραν των ορίων αυτής της ταυτότητας που μας δεσμεύει από την ενηλικίωση μας έως τον θάνατο. Εξαίσια κινηματογράφηση, στιβαρή σκηνοθεσία, απολαυστικές ερμηνείες και ένα αψεγάδιαστο σενάριο προσφέρουν μια απαράμιλλη σινεφίλ εμπειρία που αν μη τι άλλο επιβάλλεται να βιώσει κανείς. Την ευκαιρία θα έχουν όσοι βρεθούν στη Ριβιέρα το βράδυ του Σαββάτου 02/10/2021.