Αρχική ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑΟ Φάρος ως Μαύρο Θέατρο του Παραλόγου

Ο Φάρος ως Μαύρο Θέατρο του Παραλόγου

Μήνες μετά την προβολή του, ακόμα στοχαζόμαστε σε σχέση με το μεγαλείο της ταινίας του Robert Eggers.

Ορισμένες φορές, οι συμπτώσεις αγγίζουν το σημείο της κωμωδίας. Λίγο καιρό πριν βρεθούμε έγκλειστοι και αντιμέτωποι με τις εντάσεις μας, εν όψει μιας πανδημίας, ο Robert Eggers, σα να είχε δει το μέλλον να συμβαίνει, μας έδωσε ένα πρελούδιο της κατάστασης που θα ακολουθούσε και κάγχασε σαρδόνια. Δε μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς η συγκυρία του Φάρου να προηγείται μιας καραντίνας, μια κατάσταση που μόνο το μάθημα θεωρίας πριν το πρακτικό εργαστήριο μπορεί να θυμίσει σε έναν υπερβολικά συνειρμικό νου.

Ακόμα και τώρα, καιρό μετά την ολοκλήρωση του κινηματογραφικού του κύκλου (τουλάχιστον στην Ελλάδα), το φιλμ του Αμερικάνου σκηνοθέτη εξακολουθεί να προβληματίζει και να εγείρει ερωτήματα, ακόμα και στα πιο ξεκάθαρα σημεία του. Γέννημα-θρέμμα ανεξάρτητης και αδάμαστης σκέψης (καθόλου τυχαίο ότι αποτελεί ένα από τα «κειμήλια» της πάντα εκλεκτικής Α24, της ακμαιότατης εταιρείας παραγωγής), αποτελεί πεμπτουσιακό δείγμα εικονοκλαστικής Τέχνης. Τέχνης που τολμά να αμφισβητήσει όχι μόνο την πραγματικότητα, αλλά και την ίδια τη φόρμα του Μέσου.

O Eggers θέλει να δώσει έκταση και να αποδομήσει όλα τα υπάρχοντα στερεότυπα

 
Αυτό που καθιστά τον Eggers δεινό ως δημιουργό, είναι, καταρχήν, η χρήση των στερεοτύπων. Σε συζητήσεις που έχουν γίνει για την ταινία, συχνά αναφέρονται ονόματα συγγραφέων που έχουν ασχοληθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με την παράνοια ή το ναυτικό μύθο. Τα πλοκάμια και η παράνοια του Lovecraft, τα θαλασσοπούλια του Coleridge, των οποίων η θανάτωση συνεπάγεται κακή τύχη, ο Φάρος του Poe, όλα τους ονόματα που εύκολα ανακαλούνται αποδομώντας σε πρώτο επίπεδο το θαλασσοδαρμένο ασφυκτικό κάδρο της ταινίας. Βλέποντας την επαφή με την πραγματικότητα να χάνεται σιγά-σιγά και τους χαρακτήρες να μην είναι σίγουροι για το τι είναι πραγματικό ή τι αποτελεί προϊόν ενός κεφαλιού στα πρόθυρα της πλήρους ρήξης με τη λογική, ενώ φροντίζουν για τον βέβαιο ερχομό των όποιων δεινών τους, η σύγκριση με τους παραπάνω μοιάζει αναπόφευκτη.

Αλλά αυτές οι εικόνες χρησιμοποιούνται με τρόπο όντως κυριολεκτικό; Πρόκειται πραγματικά για μια αφήγηση που αφορά στη σχεδόν μεταφυσική παράνοια; Το “όχι” δε θα μπορούσε να είναι ηχηρότερο, ο Eggers δεν επιθυμεί να παίξει με τα προφανή, θέλει να δώσει έκταση και να αποδομήσει όλα τα υπάρχοντα στερεότυπα. Μην παρεξηγούμαστε, σαφώς και μπορεί να ισχύσει και μια τέτοια υποκειμενική ερμηνεία, αλλά το να ερμηνευτούν τα πάντα ως απλή παράνοια είναι μια λύση απλή, μια λύση που δεν αναλογεί σε μια ταινία τέτοιου εκτοπίσματος. Αν την εκλάβουμε ως μια αλληγορία για συνθήκες που ισχύουν σε ρεαλιστικό επίπεδο; Εκεί τι συμβαίνει; Και πάνω απ’ όλα, αν το δούμε ως μια αποδόμηση των κινηματογραφικών κλισέ;

Για να εξετάσουμε βαθύτερα αυτές τις πτυχές, πρέπει να δούμε την ταινία όχι ως ένα θρίλερ φαντασίας, αλλά σα μια μαύρη κωμωδία, Beckettικής υφής. Με βιτριολικό χιούμορ και το Παράλογο να έχει τον πρώτο λόγο. Κατά τη διάρκειά της, με όλα τα μέσα,  φροντίζει να αποδεικνύει στον θεατή πως ο μόνος τρόπος για να την κατανοήσει, είναι να μην την πάρει ολότελα στα σοβαρά. Βρίσκει τους κατάλληλους μηχανισμούς ώστε να καταρρίψει τη σοβαροφάνεια του μέσου στριφνού σινεφίλ. Ενώ πάει να συγκρίνει τη δομή ενός πλάνου με το μινιμαλισμό του Dreyer ή τον αργό βηματισμό του Bela Tarr, ο σκηνοθέτης βρίσκει έναν «βλάσφημο» τρόπο για να καταβαραθρώσει τους μηχανισμούς αυτάρεσκου βαυκαλισμού που ενεργοποιούνται με την όποια σύγκριση. Ο κινηματογράφος του Eggers ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν, δε χωράει κάτω από κάποιον ίσκιο. Είναι εκεί για να αμφισβητεί κάθε θεατρικό μονόλογο, που σε κάθε άλλη ταινία θα αποτελούσε την κορυφαία σκηνή, εδώ εισάγεται για να τη μειώσει αμέσως μετά.

Ποιο είναι, όμως, το μήνυμα που έχει κρύψει ο σκηνοθέτης πίσω από τις ποικίλες παραστάσεις; Υπάρχει; Σαφώς, αλλά αυτό έγκειται σε διάφορες ερμηνείες. Μια απλή και κατανοητή αφορά στη σύγκρουση των γενεών, σε συνάρτηση με την αρρενωπότητα. Αξιοποιώντας πρώτα και κύρια την ερμηνευτική αντίθεση του πρωταγωνιστικού διδύμου (ένας θεατρικότατος και καλοπροβαρισμένος Willem Dafoe να αντιτίθεται στο method acting του συγκρατημένα ρεαλιστικού Robert Pattinson) γίνεται ξεκάθαρο το χάσμα μεταξύ τους, ήδη από την υφολογία. Ένα χάσμα που θα καταλήξει στην αμφισβήτηση, το άχτι και εν τέλει το ξέσπασμα.

Aν η προηγούμενη δεκαετία κλείνει ένδοξα με τα Παράσιτα, αυτή ξεκινάει εξίσου εκρηκτικά με τον Φάρο.


Μια παλαιά τάξη/γερουσία που ενώ έχει τη γνώση, ποτέ δε σέβεται τη νέα γενιά. Με αποτέλεσμα ακόμα και οι σωστές συμβουλές που δίνει, να πέφτουν σε κενά αυτιά. Μια νέα γενιά που θέλει να διδαχθεί και να πάρει τα ηνία αλλά ποτέ δεν της δίνεται η ευκαιρία και καταλήγει ανέτοιμη και με απωθημένα. Τα μυστικά μεταξύ τους δεν επιφέρουν την κάθαρση με την εξομολόγησή τους, αλλά την καταστροφή, επειδή όλη η πραγματικότητα είναι δομημένη στην εσωστρέφεια και πουθενά δεν υπάρχει χώρος για εγκατάλειψη των στερεοτύπων. Καλύτερα νεκρός παρά χειραφετημένος. Καλύτερα καταραμένος παρά με στέρεο υπόβαθρο. Καμία συγχώρεση, καμία άφεση αμαρτιών. Ο χορός εδώ οφείλει να έχει έμφυτο machismo, όλες οι συζητήσεις να καταλήγουν σε υβρεολογίες, κάθε μεθύσι να έχει τους πίθηκους να βαράνε τα στήθη τους προς απόδειξη ισχύος. Και ο φάρος να στέκει σαν ανδρικό μόριο για να τους υπενθυμίζει πως πρέπει να φέρονται. Ένα φαλλικό σύμβολο που τελικά θα είναι και η κατάρα τους. Γιατί σε αυτόν τον κόσμο, οι μεγαλύτεροι δε θα διδάξουν ποτέ στους νεότερους τα μυστικά τους και όταν θα πάρουν την ηγεσία, θα καταλήξουν Προμηθείς, χωρίς να δώσουν τη φωτιά στους ανθρώπους. Γιατί ο Φάρος πρέπει να μείνει στην παλιά γενιά. Η νέα είναι εκεί για να επιφέρει τη μήνιδα. Μόνο έτσι θα μένει όρθιο το οικοδόμημα. Με τα στερεότυπα που οι ίδιοι έθεσαν.

Εν τέλει, ο Eggers καταφέρνει σε μόλις δύο ταινίες (έχει προηγηθεί και ο φολκλορικός τρόμος του The VVitch) να γράψει τη δική του ιστορία. Να χρησιμοποιήσει το ίδιο το μέσο του κινηματογράφου με τρόπο δοκιμιακό και να υιοθετήσει ένα στυλ καθαρά προσωπικό. Να γίνει ο επόμενος μεγάλος κινηματογραφικός auteur και να μιλήσει με πειθώ (και να ψαρώσει το κοινό) για αυτά που τον απασχολούν. Και αν η προηγούμενη δεκαετία κλείνει ένδοξα με τα Παράσιτα, αυτή ξεκινάει εξίσου εκρηκτικά με τον Φάρο. Και τελικά ναι, μπορούμε να έχουμε ελπίδες για το μέλλον του Κινηματογράφου.

Τελευταία