House Of Gucci - Κριτική

Είχα πει εδώ και λίγους μήνες, ότι πάντα θα περιμένουμε και θα βλέπουμε τις ταινίες των γηραιών σκηνοθετών που ζουν ακόμα. Είχα κατονομάσει μάλιστα τον Ridley Scott, ο οποίος πριν λίγο καιρό έβγαλε το εξαιρετικό, αν και αδικημένο στο box office, The Last Duel. Με αυτή τη λογική περίμενα με αδημονία το House Of Gucci.

Ήταν το καταπληκτικό καστ. Ήταν το τρέιλερ που πετύχαινε μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο αγαπημένο μου American Crime Story και τη Λάμψη ή το Καλημέρα Ζωή. Ήταν βασικά ότι ήθελα να δω μεγαλοπρεπή σαχλαμαρίτσα αγαπημένου σκηνοθέτη και απλά να διασκεδάσω. Τελικά είδα τη μεγαλοπρεπή σαχλαμαρίτσα του Ridley Scott αλλά σίγουρα δεν διασκέδασα.

Πιάνουμε την ιστορία από τη μέρα που ο Maurizio Gucci (Adam Driver) απολαμβάνει το καφεδάκι του, την ατμόσφαιρα και μια διαδρομή με το ποδήλατο του. Στο τέλος της διαδρομής κι ενώ ξεκουμπώνει τα λαστιχάκια που έβαλε στο παντελόνι του για να μην πιαστεί στις ακτίνες, μια φωνή εκτός κάδρου τον ρωτάει το όνομα του. Η συνέχεια γνωστή για όσους ξέρουν την πραγματική ιστορία.

Στις πρώτες σκηνές, πίσω στην αρχή της ιστορίας, βλέπουμε την Patrizia Reggiani (Lady Gaga) να εκτελεί χρέη γραμματέα για τον πατέρα της και στη συνέχεια να γνωρίζει τον Maurizio σ’ ένα πάρτι που έχει πάει ακάλεστη. Εμφανώς πιασμένη από μια μεγάλη ζωή που της διαφεύγει ακόμα κι εκείνος εμφανώς αδιάφορος για την αντίστοιχη μέσα στην οποία γεννήθηκε. Η Patrizia θα φροντίσει να ξανασυναντηθούν, είναι προφανές πως θέλει να τον «τυλίξει». Αυτό ανιχνεύει κι ο πατέρας του Rodolfo (Jeremy Irons) με αποτέλεσμα, όταν ο γιός υπερασπιστεί τον έρωτα του, να τον διώξει απ’ την οικογένεια.

Σχετικά σύντομα βέβαια ο θείος Aldo (Al Pacino), πατέρας του ανεκδιήγητου Paolo (Jared Leto), θα φέρει το ζεύγος πίσω στην οικογένεια. Τίθενται έτσι οι βάσεις για το παιχνίδι μηχανογραφίας της Patrizia και τη μεταμόρφωση του Maurizio στην κοινή τους πορεία.

Ας ξεκινήσω με τα θετικά της ταινίας. Μου άρεσε η κινηματογράφιση της με ευρυγώνιο ως επί το πλείστον φακό. Ήταν μια επιλογή που έκανε την ταινία να μοιάζει μεγαλύτερη, αναδείκνυε κάθε τοποθεσία και σκηνικό. Παράλληλα δημιούργησε έναν σταθερό ρυθμό μέσα από τη θεατρική παρουσίαση των συμβάντων. ?φησε τους ηθοποιούς να παίξουν, ακόμα κι αν έχω ενστάσεις σχετικά με τις ερμηνείες.

Υπάρχουν κι αυτές, κάπου ανάμεσα στα larger than life κοστούμια, σκηνικά και το μπούστο της Lady Gaga. Αναφέρω όλα αυτά τα στοιχεία μαζί γιατί ήταν τα αγαπημένα μου στην ταινία. Αλίμονο, αν μια τόσο glam ιστορία δεν είχε τα καλύτερα κοστούμια και σκηνικά κι αλίμονο αν η camp προσέγγιση του Scott παρέλειπε να τονίσει τα κάλλη της πρωταγωνίστριας, η οποία παρομοιάζεται πάνω από μία φορά με την Elizabeth Taylor.

Κάπου εδώ τελειώνουν οι έπαινοι μου προς το έργο και θα σταθώ λίγο στις προαναφερθείσες ερμηνείες. Η καλύτερη ανήκει στην Lady Gaga. Είναι nuanced, έχει βάθος, μας κάνει σε έναν βαθμό να νοιαστούμε για τον χαρακτήρα της. Αναφορικά με όλους τους υπόλοιπους, ένιωσα σαν να έπαιζαν σε διαφορετική ταινία ο καθένας. Όλοι όμως με απαίσιες Ιταλικές προφορές που στην περίπτωση του Aldo και του Paolo μας χάρισαν μερικές πραγματικά Super Mario Bros στιγμές.

Ακόμα και σε μια σκηνή όπου είναι μόνοι τους και το γκρανγκινιολικό παίξιμο του Leto συναντάει έναν τυπικό εξοργισμένο Pacino που απουσίαζε από την υπόλοιπη ταινία, δεν κατάφερα να νιώσω τίποτα, πέραν από τον να βγει ένα ακούσιο γέλιο. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο σημείο που απέτυχε η ταινία για μένα. Στην έλλειψη συναισθηματικής εμπλοκής.

Όση υπερβολή και να είδα από τα γεγονότα και τους χαρακτήρες, δεν αγωνιούσα, δεν συγκινήθηκα, δεν θύμωσα καν όπως έγινε πχ με το The Many Saints Of Newark. Κάποιος γεννιέται; Κάποιος πεθαίνει; Κάποιος συνωμοτεί; Απλούστατα δεν νοιαζόμουν. Ένιωσα σαν ό,τι συνέβαινε στην οθόνη να είχε κάποιον σιγαστήρα αναφορικά με την πραγματική ένταση των δρώμενων. Αναλογιστείτε κι ότι αυτή την ευθεία γραμμή καρδιογράφου βίωνα για κάτι παραπάνω από δυόμιση ώρες.

Ο αρκετά ψυχρός Maurizio είναι ο μόνος που έχει κάποιο ταξίδι ήρωα κατά τη διάρκεια, αργά και σταθερά μεταμορφώνεται. Ούτε αυτό ήταν αρκετό για να νοιαστώ και μου φάνηκε άτσαλο σεναριακά. Γιατί στην περισσότερη ταινία ακολουθούμε την οπτική της Patrizia μέχρι που περίπου στο μέσον χάνεται απ’ το προσκήνιο και καταλαβαίνουμε ότι τόση ώρα αυτή ήταν η ιστορία του Maurizio. Όταν λίγο πριν το φινάλε έχει ένα ξέσπασμα και βγάζει κι αυτός μια ρανίδα συναισθήματος, ήταν απλά too little too late πάνω στην υποτονική συνέπεια της ταινίας.

Κερασάκι στην τούρτα που έκανε το τελικό προϊόν να μοιάζει ακόμα πιο άψυχο ήταν οι κλισέ επιλογές μουσικής. I’m A Believer, Faith, I Feel Love, Heart Of Glass και It’s The Most Wonderful Time Of The Year μπορώ να θυμηθώ, αμέσως αμέσως. Αυτά και τα υπόλοιπα τραγούδια, τα έχουμε ακούσει όλοι χιλιάδες φορές, σε κάθε λογής media. Ήταν η τελευταία πινελιά που μ’ έκανε να σκεφτώ ότι η ταινία είναι ένα φθηνό διαφημιστικό γιατί άλλωστε τα καλά διαφημιστικά βρίσκουν μεγαλύτερη συναισθηματική απόκριση από μέρους μου.

Είδα και κάποιες κριτικές/αναλύσεις της ταινίας όπου όλα αυτά τα στοιχεία λειτούργησαν για τους συναδέλφους και η ταινία χαρακτηρίστηκε ως ιδιοφυές camp έπος από έναν Scott που διασκεδάζει με την ψυχή του. Εγώ θα παραμείνω στη γενική θεώρηση πάνω στο camp, δηλαδή ότι το σωστό camp όπως αυτό του John Waters , δεν μπορεί να κατασκευαστεί με μια αυθαίρετη επιδίωξη να είναι camp και σε μια διαπίστωση.

Εάν αποσυνθέσεις το House Of Gucci, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν ένας ευρυγώνιος φακός, κορυφαίοι σταρ με κακές προφορές, πανάκριβα κοστούμια και σκηνικά, οι πιο ανέμπνευστες επιλογές μουσικής και το μπούστο της Lady Gaga. Που σημαίνει: με άλλα τόσα το ξαναφτιάχνεις.

Rating:


Xώρα: Καναδάς, Η.Π.Α.
Έτος: 2021
Χρώμα: Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ridley Scott

Πρωταγωνιστούν: Lady Gaga, Adam Driver, Al Pacino, Jared Leto
Διάρκεια: 158'

Τελευταία