Μιλώντας για την συμβολή του Frank Miller στον μύθο του Σκοτεινού Ιππότη, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου είναι το ριζοσπαστικό για τα τότε δεδομένα του είδους, The Dark Knight Returns. Ένα εξαιρετικό καλτ αφήγημα που αν και δεν έχει γεράσει τόσο καλά (το διόλου διακριτικό φλερτ με ακροδεξιές ιδέες έχει γίνει με την πάροδο των χρόνων πιο εμφανές) έχει σημαδέψει μια ολόκληρη γενιά δημιουργών και έχει επηρεάσει την γλωσσά τους ως καλλιτέχνες. Είναι εγκληματικό ωστόσο που η επιτυχία αυτή επισκιάζει το σαφώς ανώτερο Batman: Year One του ίδιου. Γιατί αν και το The Dark Knight Returns είναι αυτό το εξαιρετικό έργο που όλοι θαρρούν πως είναι, τότε το Year One είναι ένα αψεγάδιαστο και ολοκληρωμένο αριστούργημα.
Αν κάποιος ήθελε να περιγράψει σε κάποιον τι εστί το έργο αυτό, και το συγκεκριμένο άτομο δεν είχε ιδέα από την πορεία του χαρακτήρα στα κόμικς, η καλύτερη περιγραφή θα ήταν να χαρακτηρίσει το εν λόγο δημιούργημα ως τι θα είχαμε εάν ο Martin Scorsese είχε κάνει το Batman Begins και το τοποθετούσε χρονολογικά ως ιστορία στην δεκαετία του 1970. Ταυτόχρονα είναι μια όσο το δυνατόν περισσότερο ρεαλιστική ιστορία. Ασχετα με το γεγονός ότι εξελίσσεται σε μια φανταστική πόλη και αφορά έναν πάμπλουτο «ψυχάκια» που τη βρίσκει με το να ντύνεται νυχτερίδα και να δέρνει εγκληματίες, η προσοχή δεν βρίσκεται αποκλειστικά πάνω σε αυτόν. Ο ρόλος του Bruce Wayne στα δρώμενα είναι μεγάλος αλλά όχι όσο μεγάλος είναι ο ρόλος του Jim Gordon.
Πέρα από τις απαρχές της νυχτερίδας βλέπουμε κυρίως την άνοδο ενός αδιάφθορου, δυναμικού μα και αφελή αστυνομικού ο όποιος πασχίζει να επιβιώσει στην αποπνικτική βρώμα της πόλης. Η ιστορία του ταυτίζεται με εκείνη του Batman όσον αφορά την εξέλιξη του. Την μετάβαση του από κάποιον που απλά θέλει να κάνει τη δουλειά του και να φροντίσει την οικογένεια του σε έναν ιδεαλιστή αποφασισμένο να κάνει την «αλλαγή». Βλέπουμε την όλη ιστορία από την οπτική ενός απλού ανθρώπου για τον οποίο οι ιστορίες περί μιας υπερφυσικής δύναμης που πολεμά το κακό της πόλης μοιάζουν με «παραμύθια».
Οι ιστορίες αυτές είναι χρήσιμες στο να δίνουν ελπίδα ότι ίσως και να υπάρχει σωτηρία για την κόλαση που βιώνουν οι πολίτες της Gotham όμως δεν πρόκειται να κάνουν την αλλαγή. Για τον Jim δεν είναι πολλά αυτά που μπορούν να γίνουν μέσα στο πλαίσιο των δυνάμεων του. Όμως αξίζει τουλάχιστον να προσπαθήσει προτού η συνείδηση του καταρρεύσει υπό την σαπίλα του νωθρού βιομηχανοποιημένου προαστίου της Αμερικής όπου οι δυνατοί επιβιώνουν και οι αδύναμοι ξεψυχούν ανήμποροι στους δρόμους.
Όμως ο Batman και ο Jim Gordon δεν ξεκινούν ως οι σύμμαχοι που η μοίρα θα ωθήσει στο να γίνουν. Στα μάτια του Bruce ο Gordon είναι ένας καλοκάγαθος μα ασήμαντος ανθρωπάκος. Δεν βλέπει ένα σύμμαχο παρά άλλη μια ενόχληση στην σταυροφορία του. Για τον Gordon μόλις ανακαλύψει ότι οι φήμες όντως αληθεύουν, o Batman δεν είναι κάτι περισσότερο από έναν επικίνδυνο τρελάρα ο οποίος κάποια στιγμή θα βρει τον μπελά του. Στο μεγαλύτερο μέρος του κομικ βλέπουμε τους δυο χαρακτήρες να αγνοούν την ύπαρξη του άλλου και όταν τελικά γνωριστούν να γίνονται άθελα τους σφοδροί ανταγωνιστές. Βεβαία και οι δυο στο πίσω μέρος του μυαλού τους πραγματοποιούν ορισμένες εξομολογήσεις. Θαυμάζουν και εκτιμούν ο ένας τον άλλον. Όχι όμως αρκετά ώστε να κατανοήσουν τα οποιαδήποτε κίνητρα που εμπλέκονται στην ιστορία.
Ο Miller δομεί την αφήγηση με μια ατμόσφαιρα νουάρ νουβέλας. Όλη η πλοκή περιορίζεται μέσα σε ένα έτος όπου βλέπουμε τους μήνες να περνούν ενώ παράλληλα στο υπόβαθρο η πόλη βράζει εξαιτίας της πρωτοφανούς (ακόμη και για τα συγκεκριμένα δεδομένα) ανόδου της εγκληματικότητας. Ο Batman του Miller φέρνει σε μια εκδοχή του Hamlet. Αν και νοιάζεται για τους ανθρώπους της πόλης υπάρχει μια ψυχρότητα όσον αφορά τον τρόπο που βιώνει την πραγματικότητα. Αν και αφοσιωμένος στο «θεόπνευστο» έργο του δεν δείχνει να έχει κάποια ένδειξη ανθρωπιάς μέσα του. Είναι συναισθηματικά νεκρός και του προκαλεί αηδία η διαδικασία του να υποκρίνεται τον ξέγνοιαστο playboy, βιώνοντας την ηδονή της ελευθερίας μόνο όταν ορμά στην αγκάλη της νύχτας και των κίνδυνων που αυτή επιφυλάσσει. Ο κώδικας του περί μη φονικής τιμωρίας των καθαρμάτων της πόλης εξυπηρετεί περισσότερο τον ίδιο του τον εγωισμό παρά κάποιον αλτρουισμό.
Εναλλακτικά ο Gordon είναι μεν ένας αμερόληπτος επαγγελματίας με πίστη στις βασικές αρχές του συστήματος, ο οποίος αν και αναγνωρίζει την φθορά των μηχανισμών της δικαιοσύνης δεν παύει να έχει μια ακλόνητη πεποίθηση στην αγνότητα της ιδέας περί σωστού και λάθους. Όμως δεν παύει αν είναι ένας άνθρωπος με ψεγάδια. Ψεγάδια τα οποία θα του κοστίσουν τόσο τις προσωπικές του σχέσεις όσο και την ιδία του την ψυχή.
Ο David Mazzucchelli με τον οποίο ο Miller είχε συνεργαστεί πάνω στον χαρακτήρα του Daredevil συνθέτει ένα εικαστικό αριστούργημα. Τα σχέδια του, το γενικότερο όραμα για τον κόσμο που έχει συλλάβει ο νους του συνεργάτη του, είναι κάτι το ζοφερό, ασφυκτικό αλλά και απερίγραπτα γοητευτικό. Κάθε καρέ ξεχωρίζει για την ένταση και ενέργεια του. Υπάρχει ζωή σε κάθε σεκάνς. Τόσο ο τρόπος που σχεδιάζει τον Gordon τόσο ο τρόπος που σχεδιάζει τον Batman (ο οποίος φέρνει σε ένα νεαρό Gregory Peck) προσδίδει μια νέα διάσταση στους θρυλικούς αυτούς ήρωες. Το όλο graphic novel αποτελεί ένα κομψοτέχνημα αριστούργημα από την αρχή έως και το τέλος και εύχεσαι να είχαν συνεργαστεί σε ακόμη περισσότερα κόμικς οι δυο δημιουργοί.
Στην περίπτωση που κάποτε κάποιος ρωτήσει ποια είναι η καλύτερη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Σκοτεινό Ιππότη, η απάντηση που θα ακούσει πρέπει να είναι οπωσδήποτε το Batman Year One. Αποτελεί ένα αριστοτεχνικό καλλιτέχνημα που αιχμαλωτίζει με άνεση την προσοχή ακόμη και του πιο κυνικού αναγνώστη. Μπορεί να αγαπηθεί ακόμη και από έναν ορκισμένο εχθρό τη ενάτης τέχνης. Είναι η πεμπτουσία του χαρακτήρα του Batman. Δεν είναι μόνο μια εξαιρετική ιστορία μασκοφόρων εκδικητών, δεν είναι μόνο ένα αριστουργηματικό αστυνομικό θρίλερ, είναι ένα έπος αντάξιο της υψηλότερης καταξίωσης στον συλλογικό νου της ποπ κουλτούρας. Αν έχετε φτάσει έως και αυτή την πρόταση του κειμένου τότε το μόνο που σας μένει είναι να σπεύσετε και διαβάσετε μια από τις καλύτερες ιστορίες της δυτικής μυθοπλασίας.