Για να κλείσουμε τον κύκλο προτάσεων που ξεκίνησε με το Novecento και συνεχίστηκε με τον Θίασο, κύκλο αναφορικά με την γέννηση των νεότερων εθνών, επιστρέφουμε πίσω στην αγαπημένη μας Αμερική. Για τους λάτρεις της στατιστικής, το There Will Be Blood είναι η τρίτη Αμερικανική ταινία που καλύπτουμε και η πρώτη φορά, μετά από τις τρεις εβδομάδες, που πέφτουμε σε διάρκεια μικρότερη των τριών ωρών.
Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω το αριστούργημα του Paul Thomas Anderson. Η πρώτη ήταν η πιο συγκλονιστική προβολή της παιδικής μου ηλικίας. Την χαρακτηρίζω έτσι, διότι ενώ θυμάμαι λεπτομέρειες από αρκετές ταινίες της εφηβείας μου, στην συγκεκριμένη περίπτωση θυμάμαι πως ένιωθα. Δεκαπέντε χρονών στη σκοτεινή αίθουσα, έχοντας ανακαλύψει τους πρώτους αγαπημένους auteur, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα PTA κι η πρώτη φορά που κάποιος άλλος άγγιξε το δέος που μου προκαλούσε, ο αγαπημένος μου τότε, Stanley Kubrick.
Από το πρώτο πλάνο της ταινίας, οι ξεροί λόφοι της αμερικανικής επαρχίας και ο οξύς ήχος που συνοδεύει το πέρασμα από το μαύρο του τίτλου σε αυτό, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τη γέννηση της ανθρώπινης βίας από το 2001: A Space Odyssey. Στην εναρκτήρια σεκάνς θα δούμε το πέρασμα του Daniel Plainview (Daniel Day Lewis) από μοναχικό χρυσοθήρα έως την έναρξη της επιχειρηματικής του δραστηριότητας ως άνθρωπος του πετρελαίου.
Κομβικής σημασίας γεγονότα κατά τη διάρκεια της, το καθαρό πείσμα που τον κάνει να γλιτώσει τη ζωή του από μία πτώση και να φτάσει στην πόλη με σπασμένο πόδι για να πουλήσει τον σβώλο που θα ξεκινήσει την καριέρα του, η αντλία που σχεδιάζει στην πρώτη τρύπα που σκάβει για πετρέλαιο μαζί με την εμφάνιση του βρέφους του και σημαντικότερα, το εργατικό ατύχημα που θα συμβεί σ’ αυτή τη σκηνή, το πρώτο αίμα που θα χυθεί στο πρόσωπο του, για το πρόσωπο του κι άνηκε σ’ έναν απ’ τους εργάτες του.
Η συνέχεια είναι εξίσου σημαντική καθώς τον πετυχαίνουμε σ’ ένα pitch του, προσπαθώντας να αναλάβει όλες τις εξορύξεις του Signal Hill. Εκεί παρουσιάζει στο κοινό του τον, πιτσιρικά πλέον, HW (Dillon Fraesier) ως συνεργάτη του, μια οικογενειακή επιχείρηση. Θα απορρίψει την ανάληψη του μονοπωλίου στην περιοχή γιατί οι κάτοικοι αντιδρούν αλλά θα αναλάβει με επιτυχία έναν ιδιώτη.
Στο γραφείο που έχει στήσει, θα τον βρει ο Paul Sunday (Paul Dano και πιο σημαντικά κι ο δίδυμος του, Eli) κι ύστερα από μια διαπραγμάτευση θα του αποκαλύψει την γενέτειρα του, Little Boston, όπου ο Daniel μπορεί να στήσει το μονοπώλιο που ψάχνει καθώς μόλις έχει ξεκινήσει η εκμετάλλευση της περιοχής από μια άλλη εταιρία κι η γη είναι ακόμα φθηνή. Η ταινία είναι μια ταινία χαρακτήρων κατά κύριο λόγο κι αυτές οι δύο σεκάνς θέτουν τις βάσεις που ακολουθούνται με συνέπεια ώστε να καταλάβουμε τον τοξικό πρωταγωνιστή μας.
Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ο Daniel είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος αλλά ποτέ πονηρός. Είναι σκληρός αλλά μέσα στα όρια της δικαιοσύνης που θέτει. Εν μέρει, αυτά τα όρια είναι το καπιταλιστικό σύστημα στο οποίο θέλει να γίνει κορυφαίος αλλά αυτό ενέχει πάντα έναν κίνδυνο. Είναι ο ατομικισμός. Είναι ο maverick για τον οποίον μιλήσαμε και στο Once Upon A Time In America. Αυτός που θα γίνει σημαντικός επειδή είναι ο καλύτερος σ’ αυτό που κάνει αλλά που η ιδεοληψία του προς το στόχο θα φέρει αναπόφευκτα την κατάρρευση του και θα υπάρξουν αρκετά θύματα στην πορεία.
Φαινομενικά η ίδια κοψιά με τους Noodles και Jake LaMotta του Robert DeNiro αλλά με μια σημαντική διαφορά. Ο Plainview έχει σημαντικότερο αντίπαλο του τον Θεό. Αυτό είναι και το σχόλιο του Anderson πάνω στον καπιταλισμό. Οι άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι Θεοί. Στην παρ’ ολίγο μοιραία περιπέτεια που ανέφερα στην αρχή του άρθρο, ο Daniel λέει «όχι» με όση ανάσα του μένει πριν σκαρφαλώσει απ’ την τρύπα, μιλώντας στο Θεό. Τη δεύτερη εξουσία και ακρογωνιαίο λίθο της Αμερικής μετά το χρήμα, που εκπροσωπεί ο Eli Sunday.
Ο Eli λειτουργεί σαν καθρέφτης του Daniel. Όπως ο Daniel πούλαγε το παραμύθι της ανάπτυξης ενώ στην πραγματικότητα καρπώνεται την υπεραξία, ο Eli πουλάει το παραμύθι της σωτηρίας και της ίασης στην ίδια κοινότητα και αποκτάει δόξα και λεφτά. Είναι οι πιο σημαντικοί άντρες για το μικρό Little Boston αλλά η λήξη θα τους βρει ξεπλυμένους μαζί. Προσπαθώντας να κρατήσουν κι οι δύο μια στάλα εξουσίας, έχοντας αποτύχει πλήρως σε προσωπικό επίπεδο.
Η σωτηρία του Daniel θα μπορούσε να είναι ο γιός του. Υπάρχουν αρκετές στιγμές που δείχνει στάλες πραγματικής αγάπης, το μόνο πλάσμα για το οποίο νοιαζόταν λίγο. Κάποια στιγμή ο HW όμως αντιδράει στην κακοποίηση του αρτηριοσκληρωτικού πατέρα του κι αυτός θα τον εγκαταλείψει. Μπορεί ο HW, ακόμα και σ’ αυτό το ακραίο σημείο, να ήθελε και να τον προστατέψει όμως. Σ’ εκείνο το σημείο της πλοκής έχει μείνει κωφός οπότε δεν μιλάει κι έβαλε φωτιά προς το κρεβάτι ενός καλοθελητή που ο Daniel είχε κάνει τον πιο κοντινό του συνεργάτη.
Δεν θα δώσω άλλα spoiler αλλά κάτι που λέει σ’ αυτόν ο Daniel έχει μέγιστη σημασία για την κατανόηση του. Πως βλέπει το χειρότερο στους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος που έχει μόνο το χρήμα στο μυαλό του και χωρίς να γνωρίζει κανέναν πραγματικά, αντιλαμβάνεται τους άλλους στην χειρότερη σαν εμπόδια προς την απόκτηση του και στην καλύτερη ως μέσα για να το αποκτήσει. Ο τέλειος καπιταλιστής, η πιο κοινή οπτική (plain view) στο μαύρο σύστημα που ζούμε.
Σε σύγκριση με προηγούμενα σενάρια του PTA, το βρήκα αρκετά απλούστερο κι έτσι βρήκα και τη σκηνοθεσία του. Πατώντας πολύ στα establishing πλάνα αλλά χρησιμοποιώντας κάθε μέγεθος κάδρου όπου χρειάζεται προσδίδει σταδιακή ένταση με απαλά track in και τα πιο «Κιουμπρικά» στοιχεία είναι το ακριβές καδράρισμα με σημείο φυγής το κέντρο της εικόνας κι η χρήση της μουσικής.
Η μουσική είναι ο εσωτερικός μονόλογος του Daniel, συμπληρώνει τα κενά. Εμφανίζεται με φειδώ, είναι ορχηστρική και όσο μεγαλύτερη ένταση έχει ο Daniel τόσο περισσότερο απομακρύνεται απ’ την κλασσική προς την φρενιτική free jazz. Το γεγονός ότι το ίδιο μεγαλειώδες κομμάτι παίζει στην σκηνή που ξεκινάει το μονοπώλιο του Daniel και στο απόλυτο ναδήρ του, την κατάληξη της τελευταίας σκηνής, είναι η μόνη ειρωνική διάθεση του Anderson μέσα στη μέγιστη σοβαρότητα που δείχνει στη συνολική του προσέγγιση. Σαν να λέει, ιδού το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου.
Αυτή η δεύτερη θέαση της ταινίας μου ήταν εξίσου μαγνητική. Η συνειδητοποίηση πως την ψυχολογία του Plainview τη συναντάω κάθε μέρα, ανατριχιαστική. Η Αμερική θέτει το πρότυπο για τα επιχειρηματικά αρπακτικά που έχουν φέρει τον πλανήτη στο χείλος της καταστροφής και κανείς δεν αποτύπωσε ποτέ, καλύτερα, τη γένεση τους από τον Paul Thomas Anderson στο παρόν πόνημα.