Από τον κοινωνιοπαθή του πρώιμου καπιταλισμού Daniel Plainview μεταπηδούμε στον ψυχοπαθή του ύστερου καπιταλισμού Lou Bloom. Αυτός ο διαχωρισμός είναι πολύ σημαντικός καθώς στον αντί-ήρωα της προηγούμενης βδομάδας, υπήρχαν ξεκάθαρα, αν και μικρά, στοιχεία ανθρωπιάς. Μια στοιχειώδης έστω αγάπη για κάποιο πρόσωπο, η γνώση του ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό κι ας επέλεγε πάντα το δεύτερο στην ιδεοληψία του και μια τραγική πτώση όπου παρόλο που κράτησε το προφίλ του αδέκαστου άντρα, ήταν ξεκάθαρο πως τον είχαν κατασπαράξει οι ενοχές και η απανθρωπιά που επέδειξε σε μια ολόκληρη ζωή.
Μπορούσαμε να βρούμε κομμάτια μας πάνω του, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει στον Lou Bloom. Η συμπεριφορά του είναι τόσο απομακρυσμένη από κάθε στάλα ενσυναίσθησης, φαίνεται να παρατηρεί και να μιμείται την ανθρωπότητα σαν εξωγήινος, κρατώντας ένα προσωπείο σωστής συμπεριφοράς αλλά μη δείχνοντας κανένα πραγματικό συναίσθημα. Φυσικά σ’ αυτό παίζει ρόλο και το περιβάλλον στο οποίο εν τέλει κάποιος σαν αυτόν πετυχαίνει. Η διαρκής υπενθύμιση της ασυδοσίας που αποτελεί βάση του καπιταλισμού. Η εμμονή για το πετυχημένο προϊόν που φτιάχνεται χωρίς συνείδηση και πατάει στις χειρότερες πτυχές μας.
Από την αρχή της ταινίας σκιαγραφείται εξαιρετικά το πορτραίτο του Louis Bloom (Jake Gyllenhaal), σημάδι ενός καλογραμμένου σεναρίου, το οποίο μόνο θα ενισχυθεί καθώς προχωράει η αφήγηση. Στην πρώτη σκηνή τον βρίσκουμε να κόβει έναν σιδερένιο φράχτη για να τον πουλήσει ως παλιοσίδερα. Μόλις τον σταματήσει ένας ιδιωτικός φρουρός, θα πει ψέματα για να καλυφθεί, με τρόπο αβίαστο κι ευγενικό.
Είναι άμεση η τάση του να ξεφεύγει από κάθε επιζήμια κατάσταση κι ήδη είναι τρομακτική η άνεση κι ο έξυπνος τρόπος με τον οποίον ζυγίζει την κατάσταση ώστε να βγει κερδισμένος. Εν τέλει, αυτό που σφραγίζει τη μοίρα του φρουρού είναι το ακριβό ρολόι που φοράει. Μέσα σε δευτερόλεπτα ο Lou θα του επιτεθεί, αφήνοντας ξεκάθαρη υπόνοια πως τον σκότωσε. Απέκτησε έναν στόχο βλέποντας το ρολόι και δεν έχει κανέναν ηθικό ενδοιασμό για να τον πετύχει. Αυτή είναι κι η σημαντικότερη συμπεριφορική πρακτική του, που ακολουθείται με συνέπεια σε όλη την ταινία.
Στη συνέχεια παίρνουμε μια γεύση της φιλοδοξίας του καθώς το βλέμμα του πέφτει σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων και σ’ ένα ΑΤΜ στο δρόμο του προς τη μάντρα όπου θα πουλήσει τα παλιοσίδερα. Διαπραγματεύεται τις τιμές με επιμονή ενώ ο ιδιοκτήτης της μάντρας είναι εμφανώς ενοχλημένος από την αρχή και μάλιστα του επισημαίνει πως τον έχει ενοχλήσει κι η αστυνομία σχετικά με κάποια καπάκια υπονόμων από αυτά που του πουλάει ο Bloom.
Η απάντηση του στην ψύχρα του ιδιοκτήτη είναι να ζητήσει δουλειά, αποτυγχάνοντας εντελώς να καταλάβει την ατμόσφαιρα και πουλώντας τον εαυτό του με ένα pitch που φαίνεται να έχει μάθει απ’ έξω διαβάζοντας εγχειρίδια επιχειρηματικότητας. Αργότερα θα παραδεχθεί πως περνάει όλη τη μέρα στον υπολογιστή του μαθαίνοντας πράγματα. Επί της παρούσης θα αποδεχθεί την απόρριψη με ένα ψεύτικο γέλιο, ένα από τα πολλά που θα ακολουθήσουν και προβάρει στο σπίτι του βλέποντας κωμωδίες. Φαίνεται πάντως να απομυζεί μια εμπειρία από αυτή του την αποτυχία, κάτι που κάνει σε κάθε περίσταση και βελτιώνει τη μετέπειτα θέση του.
Έχοντας δηλωθεί η φιλοδοξία του για μια μεγάλη και επιτυχημένη καριέρα, στη συνέχεια θα ανακαλύψει το χώρο όπου θα συμβεί αυτό και θα δράσει για την υπόλοιπη ταινία. Είναι αυτός των stringers, ελεύθεροι επαγγελματίες που παρακολουθούν τις αστυνομικές συχνότητες για ατυχήματα κι εγκλήματα ώστε να τα βιντεοσκοπήσουν και να πουλήσουν το υλικό στο κανάλι που πληρώνει καλύτερα.
Μέσω της επόμενη αδίστακτης κλοπής του θα αποκτήσει την πρώτη του κάμερα. Η παντελής έλλειψη ορίων του μπροστά στην ανθρώπινη τραγωδία, που θα καθορίσει και τη μετέπειτα πορεία του, τον οδηγεί στην πρώτη του επιτυχία και την γνωριμία του με την υπεύθυνο δελτίου στον σταθμό KWLA, Nina (Rene Russo). Το βρώμικο παιχνίδι του σοκ στην διεφθαρμένη ειδησιογραφία θα τους οδηγήσει να αλληλοτροφοδοτούν τις χειρότερες πλευρές των εαυτών τους, αλλοτριωμένοι από κάθε καινούργια επιτυχία, χωρίς να σκέφτονται ούτε στιγμή αν αυτό που κάνουν είναι σωστό.
Η φωνή της λογικής θα μπορούσε να είναι ο Rick (Riz Ahmed), ο απελπισμένα άνεργος νεαρός που θα προσλάβει μέσω ψεμάτων και χειριστικότητας στις επόμενες σκηνές. Είναι ο τρίτος χαρακτήρας με τον οποίον έχουμε παραπάνω χρόνο κι ένα ίσο που θα μας θυμίζει σε όλη την ταινία πως αντιλαμβάνεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος τον ξεδιάντροπο, εγκληματικά ψυχασθενή Lou.
Σε κάθε πρόκληση που θα τεθεί μπροστά του ο Lou απαντάει μ’ αυτή τη μεθοδολογία. Στην καλύτερη δεν σώζει ανθρώπους που θα μπορούσε, απλά και μόνο για ένα καλύτερο πλάνο και στη χειρότερη τους βάζει άμεσα σε κίνδυνο με μοιραίες συνέπειες. Πάνω απ’ όλα η ταινία δείχνει πως αυτά τα άτομα, προσηλωμένα στο στόχο, χωρίς κανέναν εσωτερικό κριτή ή εξωτερικό παρατηρητή που να νοιάζονται ώστε να τους δημιουργήσει τον παραμικρό δισταγμό, πετυχαίνουν στον καπιταλισμό.
Ακόμα κι ο Δράκος του Ντίσελντορφ στο M του Fritz Lang ή ο Alex DeLarge στο Clockwork Orange του Kubrick, βασανίζονταν εσωτερικά περισσότερο απ’ τον Lou. Η απογυμνωμένη προσήλωση του σε αυτό το ακραιφνώς γκρίζο ηθικά επιχειρηματικό τοπίο τον κάνει να μοιάζει περισσότερο με κάποιον πρωταγωνιστή slasher τύπου Michael Myers.
Αυτή είναι κι η ιδιοφυία του σκηνοθετικού ντεμπούτου του Dan Gilroy. Πετώντας κάθε περιττό στοιχείο, πχ ποιο είναι το παρελθόν του Lou, κάνει ένα πολύ δυνατό σχόλιο για την ηδονοβλεψία στο θέαμα τροφοδοτούμενη από τους χειρότερους ανθρώπους. Η σκηνοθεσία του δεν τραβάει την προσοχή, περισσότερο αποτελεί έναν ιστό ώστε να μας συναρπάσει και να μας κάνει συνένοχους με τον απαίσιο πρωταγωνιστή του.
Το ότι ακολουθούμε έναν αντί-ήρωα χωρίς το παραμικρό θετικό στοιχείο, μας βάζει στην ψυχολογία των θεατών του υλικού του. Είναι το ψυχολογικό ένστικτο που μας υποχρεώνει να καρφώνουμε το βλέμμα μας σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο Gilroy πετυχαίνει άριστα την αναπαραγωγή του εξαντλώντας το nuance στην ενσάρκωση του κτήνους στο επίκεντρο του έργου, από τον Jake Gyllenhaal που κατά την προσωπική μου άποψη δίνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του.
Για να την πετύχει έπρεπε να ξεμάθει κάθε ανθρώπινη αντίδραση. Ο Lou είναι κενό απόκοσμο κέλυφος. Όπως προανέφερα οι συμπεριφορές του φαίνονται να έχουν χτιστεί απ’ όσα βλέπει ότι λειτουργούν στο περιβάλλον γύρω του, χωρίς αλληλεπίδραση σε ουσιαστικό επίπεδο με κανέναν άνθρωπο. Ο Gyllenhaal δεν μας αφήνει ούτε λεπτό να τραβήξουμε τα μάτια μας από πάνω του. Μας αναγκάζει να ερμηνεύουμε κάθε μικρή κίνηση του προσώπου του και αλλαγή στον τόνο του, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε μια ιδέα ψυχής αλλά πάντα να βυθιζόμαστε όλο και πιο βαθιά στην απύθμενη άβυσσο που βρίσκεται στη θέση της.
Η πρώτη φορά που είδα την ταινία ήταν σε μια κομβική στιγμή της ζωής μου. Ήταν, για την ακρίβεια, η πρώτη ταινία που είδα αφού βγήκα από το ψυχιατρείο. Αποτέλεσε μια ηχηρή υπενθύμιση σ’ εκείνη την περίοδο που φαινομενικά είχα καταστρέψει τη ζωή μου κι ένιωθα ότι είμαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου. Υπενθύμιση πως εγώ τουλάχιστον, έβλαψα μόνο τον εαυτό μου. Υπενθύμιση πως απέτυχα επειδή έβαζα πρώτους τους άλλους. Υπενθύμιση πως όσο κι αν βγαίνω αποτυχημένος με τα σταθμά αυτής της κοινωνίας, τουλάχιστον έχω ψυχή. Τουλάχιστον δεν είμαι ο καταξιωμένος, επιτυχημένος, Lou Bloom.