Αρχική ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ30 χρόνια στην άκρη των πιρουνιών του Naked Lunch

30 χρόνια στην άκρη των πιρουνιών του Naked Lunch

Ο William S. Burroughs είναι ο αγαπημένος μου καλλιτέχνης. Τον ανακάλυψα στα δεκαεφτά μου και καθόρισε όλη την υπόλοιπη εφηβεία μου. Μεγαλώνοντας πέραν από τη μελέτη του έργου του, παραλληλίστηκαν κι οι ζωές μας, χωρίς να το έχω σκοπό. Το μεσοαστικό υπόβαθρό τακτοποιημένης οικογένειας που το μαύρο πρόβατο της θα αντρειωθεί στη γύρα και την αλητεία, στους δρόμους. Είναι το σταθερό πρότυπο και φάρος κατεύθυνσης για κάθε καλλιτεχνικό μου έργο, μαζί με τους κολλητούς του Jack Kerouac και Allen Ginsberg, οι λογοτέχνες που έχω διαβάσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Είναι ο λόγος που προσθέτω το Κ. από το όνομα του παππού μου στην υπογραφή μου κι ο λόγος που παρά τις γιορτινές μέρες που θα προτιμούσα να ξεκουράζομαι, δεν μπορούσα να παραλείψω τη συγγραφή αυτού του επετειακού αφιερώματος.

Είχε χαρακτηριστεί από τον Norman Mailer ως ο μοναδικός λογοτέχνης που καταλαμβάνεται από το πνεύμα της μεγαλοφυΐας και το έργο του μιλάει μόνο του επί τούτου. Ξεκινώντας με το βιογραφικό Junky, πατώντας στο noir στυλ του Dashiell Hammet αποτύπωσε τον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης όταν τη λυμαινόταν με την δέουσα ειλικρίνεια και νατουραλισμό. Προχωρώντας στο επίσης αυτοβιογραφικό Queer άρχισε να αναπτύσσει τη λογοτεχνική φόρμα της ρουτίνας. Μικρά επεισοδιάκια που περιέχουν σεξ, βία, διαστροφή και ακραία φανταστικά στοιχεία ορμώμενος πάντα όμως από τις εμπειρίες του και τις πλείστες θεωρίες που ανέπτυξε πάνω στον σύγχρονο τρόπο ζωής.

Στο τρίτο του πόνημα The Yage Letters, η φαντασία αρχίζει να υπερισχύει, οι ρουτίνες να αναπτύσσονται. Αποτελούταν από τα γράμματα που αντάλλαζε με τον Allen Ginsberg την περίοδο που βρισκόταν στον Αμαζόνιο αναζητώντας το θρυλικό ναρκωτικό yage, που πίστευε πως θα του δώσει τηλεπαθητικές ικανότητες. Έτσι ταιριαστά και το επόμενο πόνημα του οποίου η κινηματογραφική μεταφορά θα μας απασχολήσει εδώ, Naked Lunch, προκύπτει από το επόμενο ταξίδι του. Την διαβίωση του για αρκετό καιρό στην Ταγγέρη του Μαρόκου, όπου βούτηξε με το κεφάλι σε όποια ουσία έπεφτε στα χέρια του, ζώντας με μια άγνοια κινδύνου που τον έφτασε στα όρια του αλλά και συνάντησε τον πιο σημαντικό εραστή της ζωής του, τον έφηβο πόρνο, Kiki.

Θεώρησα σκόπιμη αυτή την εισαγωγή καθώς η ταινία δεν είναι μια ευθεία μεταφορά του βιβλίου αλλά ένας συνδυασμός του με τα βιώματα του Burroughs πριν και κατά τη διάρκεια της συγγραφής του και στοιχεία από άλλα έργα του. Όπως μπορείτε να δείτε και τον ίδιο τον David Cronenberg να λέει στο making of που υπάρχει στο τέλος του άρθρου, μια απόλυτα πιστή μεταφορά του βιβλίου θα κόστιζε 400-500 εκατομμύρια και θα ήταν το απόλυτο έπος επών αλλά φυσικά θα απαγορευόταν σε κάθε χώρα.

Έτσι ο Cronenberg σε συνεργασία με τον Burroughs έκαναν το next best thing. Έφτιαξαν άλλη μια παραλλαγή στο έργο του, από αυτές στις οποίες αρεσκόταν κι από έκδοση σε έκδοση των βιβλίων του, για να μεταφέρουν στο μεγαλύτερο δυνατό κοινό τις βάσεις της ζωής του. Τον (ίσως) κατά λάθος φόνο της συζύγου του Joan Vollmer από τα χέρια του, την συγγραφή ως coping mechanism εξ αιτίας του, τον ναρκοεθισμό ως τρόπο ζωής και την συμφιλίωση με την ομοφυλοφιλία του.

Στην αρχή της ταινίας, παρακολουθούμε τον Bill Lee (Peter Weller), εξολοθρευτή στη Νέα Υόρκη του ’50 ο οποίος αντιμετωπίζει ένα μικρό πρόβλημα. Ξεμένει από εξολοθρευτική σκόνη γιατί την κλέβει η γυναικά του, Joan (Judy Davis) και την σουτάρει σαν ναρκωτικό. Το δοκιμάζει κι ο ίδιος και σύντομα έχει προβλήματα με το αφεντικό του. Προσπαθεί να κλέψει από ένα συνάδελφό του και δεν αργούν να εμφανιστούν στην πόρτα του οι ντετέκτιβ που θα τον ανακρίνουν κι εκεί θα αρχίσει να μπλέκεται ο εφιάλτης του τοξικοεξαρτημένου καταπιεσμένου συγγραφέα με την πραγματικότητα.

Θα τον αφήσουν μόνο του μ’ ένα τεράστιο σκαθάρι/κ**οτρυπίδα που μιλάει με τη φωνή του συναδέλφου του. Προσπαθεί να τον στρατολογήσει ως πράκτορα ενάντια στην Interzone Inc. λέγοντας του πως η γυναίκα του είναι πράκτορας τους και αναθέτοντας του την δολοφονία της. Εκείνος θα πάει στον Dr. Benway (ο αγαπημένος μας Roy Scheider) ώστε να βρει έναν τρόπο για να απεξαρτηθεί η γυναίκα του. Η λύση του δόκτορα είναι μια μαύρη σκόνη από Βραζιλιάνικη σκολόπεντρα την οποία θα μπλέκει με τη σκόνη για τα έντομα.

Οι σκολόπεντρες κυρίευαν τους εφιάλτες του Burroughs κι εδώ η σκόνη ταυτίζεται με την πρέζα, κάνοντας μας να σκεφτούμε και τα όνειρα που βλέπουν οι εξαρτημένοι υπό την επήρεια. Πως ο ταραγμένος ψυχισμός κουμπώνει στην ουσία και θα τροφοδοτήσει το μελλούμενο έργο.

Μια μέρα που θα γυρίσει σπίτι για να βρει τους φίλους του Hank (Nicholas Campell) και Martin (Michael Zelniker), ο Kerouac κι ο Ginsberg αντίστοιχα, σε ερωτική διάθεση με τη γυναίκα του, θα γίνει το μοιραίο. Αδιάφορος επί της απιστίας κι αφού σουτάρει σκόνη θα της πεις πως είναι ώρα για την ρουτίνα Γουλιέλμου Τέλλου τους. Εκείνη ατάραχη θα βάλει ένα ποτήρι στο κεφάλι της και θα την πυροβολήσει στο δόξα πατρί αφήνοντας άθικτο το ποτήρι να κυλήσει στο πάτωμα.

Στην ακριβώς επόμενη σκηνή τον βρίσκουμε σ’ ένα καταγώγιο όπου ο Kiki (Joseph Scoren) θα τον ρωτήσει αν είναι αδελφή με την απάντηση να δείχνει πόσο άβολα νιώθει ακόμα ο Bill μ’ αυτό. Θα του γνωρίσει τον σύνδεσμο του ως πράκτορα, το Mugwump, ένα γλιτσερό εξωγήινο πλάσμα που ειδικεύεται στην σεξουαλική αμφισημία και θα του προτείνει να αγοράσει μια γραφομηχανή Clark Nova και να αποχωρήσει αμέσως για τη Διαζώνη όπου θα γράφει αναφορές και στην ταινία ταυτίζεται με την Ταγγέρη μέσα από το πρίσμα του φαντασιακού του Burroughs. Αμέσως μετά ανταλλάσσει το όπλο του εγκλήματος με τη γραφομηχανή, πως το όργανο του εγκλήματος που του καθόρισε τη ζωή τον οπλίζει συγγραφικά και φτάνει στη Διαζώνη.

Εκεί θα συναντήσει το ζευγάρι των επίσης Αμερικάνων Frost, τον ομοφυλόφιλο Tom (Ian Holm) και τη γυναίκα του Joan που είναι ίδια η αποθανούσα γυναίκα του Lee. Στη Διαζώνη τα ναρκωτικά είναι ελεύθερα κι η ομοφυλοφιλία ακόμα πιο ελεύθερη, τους περισσότερους χαρακτήρες τους απασχολούν οι γραφομηχανές τις οποίες ο Cronenberg ταυτίζει με τα ναρκωτικά. Για το υπόλοιπο της ταινίας είναι αδύνατο για κάποιον που έρχεται σε πρώτη επαφή με το έργο να ξεχωρίσει που ξεκινάει το βίωμα και το ταραγμένο μυαλό του Burroughs και που φτάνει μέσω της συγγραφής και του πρωτόλειου υλικού του βιβλίου. Όλα πλέκονται αβίαστα και οργανικά σ’ ένα noir σενάριο μπολιασμένο κι από τις διαστροφικές νευρώσεις σωματικού τρόμου που καθόρισαν όλη τη φιλμογραφία του Cronenberg.

Θα περιγράψω τώρα μια σκηνή από την ταινία που περιλαμβάνει όλα αυτά τα στοιχεία και συνοψίζει ιδανικά την σεναριακή μεθοδολογία του Cronenberg. Ο Lee πηγαίνει στο σπίτι των Frost όπου βρίσκει την Joan. Σύντομα θα μαστουρώσουν με πάστα από χασίς και θα κάτσουν ερωτοτροπώντας μπροστά από την αραβική γραφομηχανή «Μουτζαχεντίν» του άντρα της. Γράφοντας ένα αισχρό κείμενο η γραφομηχανή γίνεται οργανική ύλη και πάλλεται μαζί τους, φυτρώνει ένα φαλλικό όργανο. Αυτοί τελικά συνεχίζουν τον έρωτα στο πάτωμα και πέφτει πάνω τους ένας αντρικός κορμός σώματος με εξωγήινες προεκτάσεις. Η σατανική Fadela (Monique Mercure) που χειρίζεται την Joan θα τους σταματήσει μαστιγώνοντας τον κορμό. Εκείνος φεύγει σαν ζωάκι κι αφού ρίξει μια γλάστρα, η Fadela τον καταδιώκει ώστε να πηδήξει από το μπαλκόνι, όπου θα σκάσει μπροστά στα πόδια του Tom με τη μορφή της γραφομηχανής του.

Αμέσως αμέσως ο Cronenberg έχει μπλέξει τον πολυεθισμό του Burroughs με έρωτα στο φάντασμα της γυναίκας του που τροφοδοτεί το έργο του και την αναζήτηση της σεξουαλικής του ταυτότητας αλλά και τη συνέχεια της noir πλοκής. Καθώς ο Tom σε απάντηση αυτού του επεισοδίου θα απαγάγει την Clark Nova του Lee (η γραφομηχανή είναι ταυτόχρονα και μεγάλο σκαθάρι που συνδιαλέγεται μαζί του). Κάπως έτσι λειτουργούν κι οι περισσότερες σκηνές της ταινίας που σταδιακά κλιμακώνουν σε οπτικοακουστική φαντασία και ψυχολογική ένταση. Η noir πλοκή απ’ τη μία είναι ένα ιδιοφυές σκεύος που φέρνει σε μια σειρά το χαοτικά πολύ υλικό που συνόψισε ο Cronenberg κι από την άλλη μεταφέρει ιδανικά τον κίνδυνο που βίωνε ο Burroughs στους λαβύρινθους του μυαλού του όσο περιδιάβαινε τα σοκάκια της Ταγγέρης και γύρναγε στην τρύπα του να πιεί περισσότερα ναρκωτικά και να γράψει.

Βλέπουμε τους βασικούς χαρακτήρες της ζωής του εκείνα τα χρόνια να αλληλεπιδρούν με αυτούς του έργου, βλέπουμε και την πιο εύθραυστη πτυχή του εαυτού του καθώς σχηματιζόταν ακόμα η αξιοσέβαστη μονοτονική περσόνα του πάπα της λογοτεχνικής βρώμας που θα επηρεάσει μέγιστα όλη την αντικουλτούρα στις επόμενες δεκαετίες. Βλέπουμε την αγάπη για τους μοναδικούς του φίλους και το φόβο ότι θα τους χάσει λόγω του μυαλού του, το φάντασμα της γυναίκας του που δεν θα τον αφήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, την σχέση του με τον Kiki αλλά και την αποτυχία του μέσα σ’ αυτή. Το φινάλε της ταινίας μόνο ως πεσιμιστικό μπορεί να θεωρηθεί, ουσιαστικά ο Bill χάνεται μέσα στο έργο του και τον χαρακτήρα του πράκτορα, καταραμένος να αναβιώνει την φρίκη του ώστε να συνεχίζει.

Θεωρώ πως είναι η πιο εντυπωσιακή παραγωγή του Cronenberg. Αναπαράγει τα 50’s με άριστο τρόπο κάνοντας ταυτόχρονα τα σουρεαλιστικά στοιχεία αναπόσπαστα κομμάτια του ρεαλιστικότατου υπόλοιπου κόσμου της. Υπέροχα κοστούμια, λεπτομερειακή σκηνογραφία με πλείστες αναφορές που αντλούν από τη μυθολογία του έργου του Burroughs και συμπληρώνουν πλοκή και θεματικές ιδέες. Παράλληλα το peak των πρακτικών εφέ που ήταν οι αρχές του ’90 του επιτρέπουν να συνδυάσει αλλά και να ξεπεράσει νευρώσεις που τον ακολουθούν από το Videdrome και το The Fly, δημιουργώντας ακόμα πιο ευφάνταστες μεταμορφώσεις και εφιαλτικά πλάσματα. Τα εφέ της ταινίας αναμφίβολα αποτελούν τα αγαπημένα μου πρακτικά εφέ μαζί μ’ αυτά του The Thing του John Carpenter. Κερασάκι στην τούρτα η μυστηριακή και σκοτεινή τζαζ που απ’ τη μία είναι στοιχείο της εποχής, απ’ την άλλη αγκαλιάζει ιδανικά την νεύρωση που βιώνει ο Lee.

«Ο τίτλος σημαίνει ακριβώς αυτό που λένε οι λέξεις: γυμνό γεύμα, μια παγωμένη στιγμή όπου όλοι βλέπουν τι ακριβώς βρίσκεται στην άκρη κάθε πιρουνιού» γράφει ο Burroughs στην εισαγωγή του βιβλίου. Αποδίδει τη γένεση του τίτλου στον Kerouac αλλά ήταν ο Ginsberg που διάβασε λάθος τις λέξεις naked lust στα ταλαιπωρημένα χειρόγραφα από τα οποία προέκυψε το βιβλίο. Τελικά όλη η ουσία μπορεί να συνοψιστεί σ’ αυτή τη φράση. Το βιβλίο βγήκε σε μια εποχή που χρειάστηκε να περάσει από δίκη που κέρδισε ώστε να εκδοθεί ελεύθερα. Λίγοι μπορούσαν να κοιτάξουν κατάματα τα ναρκωτικά και την ακραία σεξουαλικότητα μέσα απ’ το καλειδοσκόπιο φρίκης που μας την παρουσίαζε ο ατρόμητος γι’ αυτή του τη θέση William S. Burroughs.

Η ταινία μπορεί να λειτουργήσει σαν μία εισαγωγή στον Burroughs, ένα μικρό εγχειρίδιο κατανόησης σε πιο εύπεπτη μορφή. Για να εκτιμηθεί πλήρως ίσως χρειάζεται λίγο παραπάνω context απ’ αυτό που ξεκίνησα να σας δίνω εδώ. Παρόλα αυτά, τριάντα χρόνια αργότερα, δεν έχει χάσει ρανίδα από την οπτικοακουστική της δύναμη και καλλιτεχνική τόλμη. Τολμήστε και πάρτε αυτή την φιλμική μπουκιά από το Γυμνό Γεύμα.

Τελευταία