“Death? What do you know about death?” Αυτός ο μονόλογος δια στόματος Tom Berenger σε μια από τις κομβικότερες σκηνές της ταινίας, αποτελεί έναν από τους πυλώνες πάνω στους οποίους κινείται ολόκληρο το φιλμ. Το Platoon έκλεισε τα 35 χρόνια φιλμικής ιστορίας (κυκλοφόρησε το Δεκέμβρη του 1986), ως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα παντρέματος ηθοποιίας-βιώματος. Βίωμα καθ’ότι, ο Oliver Stone έβγαλε την ψυχή του στο πανί, τα βιώματα από έναν πόλεμο για τον οποίο έχουν ειπωθεί πολλά, αλλά συνήθως οι απλοί φαντάροι ένιωσαν ένα ολοκληρωτικό αφανισμό όχι μόνο από τη βία της μάχης, αλλά και από το χλευασμό πίσω στο σπίτι από την εύλογα εξαγριωμένη κοινή γνώμη εν σχέσει με την υπαιτιότητα της υπόθεσης Βιετνάμ.
Το διαρκές τραύμα της Αμερικής για την εμπλοκή στο Βιετνάμ, αποτέλεσε γόνιμο πεδίο για διάλογο είτε εντός είτε εκτός της Τέχνης. Το σινεμά, πάντα κοντά στο πολεμικό θέαμα από την τραγικότητα του Α’ Παγκοσμιόυ και τη σαφώς ηρωικότερη περίοδο του Β’Παγκοσμίου έχτισε τον Αμερικανό στρατιώτη ως “βοηθό - προστάτη” και πάντα αυτόν που έχει το δίκαιο όταν πατάει τη σκανδάλη. Το πρώτο μεγάλο σοκ ήρθε από το Michael Cimino με το τέλος της αθωότητας στον Ελαφοκυνηγό του 1978 (το πρώτο φιλμ για το συγκεκριμένο πόλεμο που κέρδισε Όσκαρ καλύτερης ταινίας), ενώ σχεδόν αμέσως ο Francis Ford Coppola έστησε τη δική του εκστρατεία στο Βιετνάμ και βρήκε την παράνοια στο πρόσωπο του Marlon Brando ως Συνταγματάρχη Κουρτζ και την Αποκάλυψη Τώρα. Η αντιπολεμική ρητορική του Κόπολα όμως, πνίγεται ταυτόχρονα και στο υπερθέαμα της πολεμικής μηχανής -πιθανή η επιρροή του σεναριογράφου John Milius εδώ-. Δύο χρόνια αργότερα, έχουμε με το πρώτο φιλμ του Ράμπο. Η φιγούρα του Ράμπο είναι μια τέλεια απεικόνιση του αμερικανικού ψυχισμού, ξεκινώντας ως ένας με το ζόρι άπατρις βετεράνος, που υποφέρει από μετατραυματικό στρες και επαναφέρει τη σύγκρουση ως μοναδική απάντηση. Στις μετέπειτα ταινίες όμως, αποτελεί τον πολεμιστή που θα γυρίσει για να κάνει τη βρωμοδουλειά, ως εκτελεστική μηχανή. Το Βιετνάμ όμως, είχε ανθρώπους από κάθε λογής τάξη να πολεμούν για κάτι που ποτέ δεν κατάλαβαν, πίστεψαν ή εντέλει ήθελαν. Κι εδώ είναι που έρχεται το φιλμ του Stone.
Πέραν αυτών που κάλεσε η χώρα να πολεμήσουν με το έτσι θέλω, πολλοί νεαροί τη δεκαετία του ‘60, ζούσαν με την εικόνα του Αμερικανού στρατιώτη ως απελευθερωτή της Ευρώπης από τους Ναζί. Με αυτό το σκεπτικό -και τον Ψυχρό Πόλεμο σε πλήρη εξέλιξη- θεώρησαν λογικό να προστατεύσουν τη φτωχή και ρημαγμένη χώρα του Βιετνάμ από τον κομμουνιστικό ζυγό, αγνοώντας φυσικά για το όποιο κόστος στον εκεί πληθυσμό. Το Βιετνάμ, βουτηγμένο στη διαμάχη από το 1945 και τη φυγή των Ιαπώνων κατακτητών, αργότερα έμπλεξε με τους Γάλλους αποικιοκράτες που ήλεγχαν την τότε Γαλλική Ινδοκίνα, για να φύγουν κακήν κακώς το 1954, έπειτα τη στρατιωτική ήττα της Ντιεν Μπιεν Φου που σηματοδότησε το τέλος του πρώτου πολέμου της Ινδοκίνας (1946 -1954). Θριαμβευτές ήταν ο στρατός του Βορείου Βιετνάμ με τους Βιετ Μιν και αρχηγό το Χο Τσι Μιν, ένα πρόσωπο που θα οδηγούσε αργότερα (αν και πέθανε το 1968) και στη νίκη απέναντι στους Αμερικανούς κι εντέλει στην ελευθερία - ένωση ολόκληρης της χώρας.
Ο Oliver Stone ήταν ακριβώς ένας από αυτούς τους νεαρούς. Γόνος μεσοαστικής οικογένειας των ΗΠΑ, θέλησε να καταταγεί για να ζήσει την περιπέτεια, να γράψει τη δική του ιστορία, να υπηρετήσει την πατρίδα του. Το αποτέλεσμα, τον άφησε βαθιά τραυματισμένο ψυχικά κι όλο αυτό μετουσιώθηκε σε τέχνη, ειδικά με την τριλογία του για την εμπειρία στο Βιετνάμ. Μετά το Platoon, θα ακολουθούσαν τα Born on the Fourth of July και Heaven and Earth. Η αρχή όμως έγινε με την ταινία γροθιά προς την εμπλοκή της Αμερικής. Η ιστορία μιας διμοιρίας το 1967-68 στο κολαστήριο της ζούγκλας. Πρωταγωνιστής ο Charlie Sheen ως Taylor, το νεαρότερο μέλος της ομάδας, κι ανάμεσά τους οι δύο λοχίες Barnes (Tom Berenger) και Elias (Willem Dafoe). Οι δύο πατέρες του Taylor, ο πρώτος αποτελεί τον σκληρό και άτενγκτο πολεμιστή που βουτάει πρώτος στη φωτιά της μάχης, ο άλλος τον πιο ιδεαλιστή και κυρίως πιο δίκαιο πολεμιστή που προσπαθεί να μη χάσει την ανθρωπιά του μέσα στη βιαιότητα του κόσμου τους. Η σύγκρουση των δύο, αυτό το συναισθηματικό παιχνίδι αποτελεί το μεγαλύτερο κινηματογραφικό ατου του φιλμ, όμως ο Stοne ήθελε να διαφοροποιηθεί και από τις τυπικές συμβάσεις ενός πολεμικού φιλμ.
Έκανε πράξη τη φιλοσοφία του πολέμου που λέει ότι “ο πρώτος εχθρός είναι ο εαυτός σου” κι έθεσε φύσει και θέση τους Βιετναμέζους εχθρούς θαμμένους και κρυμμένους για να καταδείξει όχι μόνο το είδος του πολέμου στο Βιετνάμ (αντάρτικο εναντίον τακτικού στρατού), αλλά και τη μεταφορική σαρκοφαγία που έλαβε χώρα ανάμεσα στο στράτευμα ως αποτέλεσμα της παράνοιας. Οπότε, προσλαμβάνοντας τον επίσης στρατευμένο στο Βιετνάμ, Dale Dye, έστειλε τους ηθοποιούς του για μερικές εβδομάδες στη ζούγκλα των Φιλιππίνων για να τους εκπαιδεύσει ως πραγματική μονάδα και να σφυρηλατήσει το αίσθημα αδελφότητας ανάμεσά τους. Εκτός των Sheen, Berenger και Dafoe, το καστ συμπλήρωναν οι Johnny Depp, Keith David, Forest Whitaker, John C. McGinley, Francesco Quinn, Kevin Dillon, Tony Todd κ.α. Ο δεσμός φιλίας που αναπτύχθηκε μέσα από το φιλμ είναι σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και σήμερα λειτουργούν ως ομάδα, σα να βίωσαν κάτι μέσα από αυτό το γύρισμα.
Η αλήθεια είναι πως ο Stone δεν υπήρξε ο ευκολότερος σκηνοθέτης. Πάντα απαιτητικός, πάντα πιεστικός, ήθελε να πάρει την εξάντληση κι εξαθλίωση από τους ηθοποιούς του για ένα τέτοιο φιλμ. Και οι εικόνες θα γύριζαν πίσω τόσο σε εκείνον όσο και στον Dale Dye, σε σημείο μάλιστα που σε μια σκηνή ενέδρας των Βιετναμέζων, ο Dye να αρπάξει ένα πρόχειρο Μ16 με άσφαιρα και να βρεθεί σε στάση μάχης. Για πολλούς από το καστ, αυτή ήταν η πρώτη ταινία και μάλιστα δεν υπήρχε κανένα εχέγγυο επιτυχίας. Η πραγματικότητα ξεπέρασε βέβαια κατά πολύ τη φαντασία τους, μιας που το Platoon όχι μόνο σάρωσε το Δεκέμβρη του ‘86 τόσο στα ταμεία όσο και στα Όσκαρ του επόμενου έτους (4 μεταξύ των οποίων καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου σκηνοθέτη), αλλά κυρίως έκανε αυτό που οφείλει να κάνει κάθε σωστή πολεμική (ή άντι-πολεμική) ταινία. Μπόρεσε να δώσει σε πολλούς βωβούς και σχεδόν κούφιους βετεράνους του πολέμου τη δυνατότητα να ακουστεί η χαμένη φωνή τους για τη φρίκη. Υπήρξαν πολλοί που πήγαν τις οικογένειές τους στο σινεμά, δείχνοντάς τους την ταινία, ως άμεσο βίωμα της εμπειρίας τους, ενώ είναι σοκαριστική η σκηνή που ο ηθοποιός Keith David αναφέρει ένα βετεράνο να τον σταματάει στο δρόμο και να του λέει: “Δε θέλω να σε ενοχλήσω, αλλά ήμουν το ‘68 στην 365 μεραρχία και…σε ξέρω”.
Αλλά και σε κινηματογραφικό επίπεδο, πέραν από τις συγκλονιστικές μάχες στα τυφλά, την επίθεση των Βιετναμέζων στο τέλος και την πλέον κλασική πόζα του Dafoe με τα χέρια ψηλά, ο Stone βούτηξε το φιλμ μέσα στη ζούγκλα, για να δώσει ένα ακόμα στοιχείο αγωνίας κι ατμόσφαιρας, ενώ η σκηνή με την επίθεση στο χωριό, απόλυτα κλασικό της άσκοπης βιαιότητας των Αμερικανών, γίνεται σημείο τριβής ανάμεσα στα μέλη της ομάδας κι εντέλει η καταστροφή της. Η ωμότητα αντιπαλεύεται τη λογική. Σύγκρουση διαταγών με το αίσθημα καθήκοντος, σύγκρουση ανθρωπιάς με τα ζωώδη ένστικτα και τα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα δύσκολο, άγριο φιλμ, δεν ωραιοποιεί τίποτα απέναντι στο κοινό του, κάτι που θα έκανε τον επόμενο χρόνο και ο Stanley Kubrick με το Full Metal Jacket, αλλά υπό ένα διαφορετικό πρίσμα. To Platoon αγγίζει τα όρια της πραγματικής μαρτυρίας, είναι μια ταινία βγαλμένη από τα σπλάχνα ανθρώπων που βρέθηκαν στη φωτιά της μάχης και θέλησαν να πουν την ιστορία τους. Μια ιστορία, που για να μνημονεύσουμε την ατάκα της: “Η κόλαση είναι η ανεφικτότητα της λογικής”.