Ένα από τα σπουδαία προτερήματα του κινηματογράφου είναι η ικανότητά του να διαχειρίζεται την απουσία ως μια μορφή αφήγησης που υποδηλώνει κάτι παραπάνω από αυτό που σημειολογικά φανερώνει. Το κενό στον κινηματογράφο κουβαλά μέσα του πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από την κίνηση. Σκεφτείτε την ψυχοφθόρα απουσία στο Shoah, τα κενά «διαλογισμού» στις ταινίες του Yasujiro Ozu, τα ενδοσκοπικά άδεια πλάνα του Hou-Hsiao Hsien. Η απουσία στον κινηματογράφο ενέχει μια σημειολογία αυθύπαρκτη, που δίνει την ευκαιρία στον θεατή να αναλογιστεί όσα δεν του επιτρέπει η φυσική παρουσία του ανθρώπου στο χώρο. Να απαντήσει ενδεχομένως στο ερώτημα με το δέντρο που πέφτει στο δάσος και αν θα είναι εκεί κάποιος να το ακούσει.
Τι γίνεται όμως όταν η απουσία γίνεται η βάση μιας ολόκληρης ταινίας; Τι μπορεί να χτιστεί όταν δεν προσπαθεί ο δημιουργός να καταδείξει πως «η ζωή συνεχίζεται» αλλά να μας φέρει ενώπιον της ίδιας της ανθρώπινης μοίρας και ασημαντότητας σε σχέση με τις πολύ μεγαλύτερες συμπαντικές δυνάμεις που ο θνητός εγωισμός δε μας επιτρέπει να αντιληφθούμε; Η απάντηση σε αυτό έρχεται με την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική απόπειρα του εκλιπόντα συνθέτη Johann Johansson, Τελευταίοι Και Πρώτοι Ανθρωποι.
Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Olaf Stapledon, το φιλμ περιγράφει το τέλος της ανθρωπότητας όπως την ξέρουμε μετά από συμπαντικές αλλαγές. Μετά από δισεκατομμύρια χρόνια προσαρμογής και εξέλιξης, οι εναπομείναντες άνθρωποι απειλούνται με αφανισμό, εξορίζονται στον Ποσειδώνα και σε έναν τελευταίο ελιγμό σωτηρίας στέλνουν το μήνυμά τους τηλεπαθητικά στους ανθρώπους του τώρα, προσπαθώντας να τους προειδοποιήσουν.
Αν και αυτή φαινομενικά αποτελεί την πλοκή της ταινίας, εν τέλει καταλήγει να είναι η βάση της. Και αυτό επειδή τον Johansson καθόλου δεν τον απασχολεί να σκηνοθετήσει μια συμβατική ταινία. Αντ’ αυτού, σκηνοθετεί το κενό τοπίο ως τεκμήριο αυτού του πολιτισμού που κάποτε υπήρξε, αφήνοντας την εξωγήινη φωνή της Tilda Swinton να αφηγηθεί το χρονικό του τέλους και να στείλει το πένθιμο σήμα κινδύνου της στους θεατές. Δεν πρόκειται ποτέ να δούμε αυτόν τον «εξωγήινο» ανθρώπινο πολιτισμό, ούτε να γίνουμε μάρτυρες στα βιώματά του. Το μόνο που μπορούμε να αντιληφθούμε είναι πως κάποτε υπήρξε. Όπως κάποτε υπήρξαμε κι εμείς για τους ανθρώπους του μέλλοντος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το φιλμ καταφέρνει να λειτουργήσει σαν την πλάκα που οι άνθρωποι έστειλαν στο διάστημα για να βρεθεί, ενδεχομένως, από κάποιον εξωγήινο πολιτισμό. Μόνο που αυτή τη φορά οι ρόλοι αντιστρέφονται και εμείς βρισκόμαστε ενώπιον ενός αλλόκοσμου τεκμηρίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ίδιο το γεγονός της ανακάλυψης μιας αλήθειας που θα ανέτρεπε τα όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει, παίρνει μια μορφή σχεδόν μακάβρια. Μπορούμε να ελπίζουμε πως θα ξεφύγουμε από τη μοναξιά μας και την εγωιστική παντοδυναμία που αυτή μας καλλιεργεί όταν ξέρουμε τη συνέχεια; Μπορούμε να αλλάξουμε κάτι; Μπορούμε να εξακολουθήσουμε να αισθανόμαστε άνθρωποι όταν ξέρουμε τις αλήθειες και τις αναμνήσεις των «γόνων» μας; Ως εκ τούτου, καθόλου τυχαία δεν είναι η αναφορά που γίνεται στο Shoah στην αρχή καθώς και οι δύο ταινίες (παρά το σαφώς διαφορετικό περιεχόμενό τους) είναι ταινίες που αφορούν την ανάμνηση δια της απεικόνισης της απουσίας.
Με βραδυφλεγή, ασπρόμαυρη σκηνοθεσία η οποία πατά περισσότερο στη μουσική παρά στο κείμενο, ο Johansson στήνει τα απομονωμένα τοπία με τα αλλόκοτα τεκμήρια σαν ένα πανόραμα σχεδόν θρησκευτικού δέους. Η «συμφωνία» που συνθέτει και αποδίδει οπτικά, «ρουφάει» τον θεατή στα καρέ και την ατμόσφαιρά του, κάνοντάς τον να αισθάνεται ξένος στον ίδιο του τον πλανήτη. Το να την παρομοιάσει κανείς με ένα μεγάλο βιντεοκλίπ θα ήταν αδικία γιατί ο σκοπός δεν είναι η συνοδεία του ήχου από την εικόνα αλλά η συναισθησία που προκαλείται από τη σύμμειξη των δύο. Το αποτέλεσμα καταλήγει υπέρ το δέον ατμοσφαιρικό και, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, έως και καταπραϋντικό. Γιατί ακόμα και μπροστά στη δυσοίωνη ερημιά, καταφέρνει να αποτυπώσει τη γαλήνη που διέπει αυτόν τον κόσμο.
Πολύ μεγάλο θετικό είναι και η σχετικά μικρή της διάρκεια. Της επιτρέπει να εστιάσει εκεί που πρέπει χωρίς να παρατραβήξει κανένα από τα ευρήματά της και ενδεχομένως να κουράσει τον θεατή. Αντ’ αυτού, δε σταματά να είναι ένα κινηματογραφικό «σήμα κινδύνου» που θέλει να περάσει το μήνυμά του το συντομότερο δυνατόν. Και προς τιμήν της, η ταινία αυτό δεν το ξεχνά και ως εκ τούτου δε βαυκαλίζεται σε κινηματογραφικούς βερμπαλισμούς. Τελειώνει ακριβώς όταν πρέπει να τελειώσει, αφήνοντας τον θεατή να φύγει από την αίθουσα κυοφορώντας το επείγον του μηνύματός της, ένα μήνυμα που δεν ακούγεται καθόλου προσποιητό ή ποτισμένο με καταναγκαστική θετική ενέργεια, παρά τον υπάρχοντα ανθρωπισμό του.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προβώ σε ένα δεύτερο και ολότελα προσωπικό επίπεδο ανάγνωσης. Δεν ξέρω αν ήταν μέσα στις προθέσεις του Johansson, αλλά μέσα από τον θάνατό του μπορώ να αναγνώσω την πάλη του με τους δικούς του δαίμονες και πως ο ίδιος ενδεχομένως προσπαθούσε να στείλει το δικό του «σήμα βοήθειας» και μέσω αυτού να έβλεπε τον εαυτό του σαν έναν «τελευταίο άνθρωπο» πριν καταλήξει στη μοιραία σύμμειξη ουσιών που του στέρησε τη ζωή. Συνεπώς, η ταινία αποκτά έναν ακόμα πιο θλιμμένο τόνο, αποτελώντας το εγχείρημα ενός ανθρώπου που θα έφευγε από τον κόσμο και δημιουργώντας συνειρμούς με τον Hu Bo και το Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος. Ένα ρέκβιεμ που θα αντηχεί πικρά και θα μας κάνει να απορούμε πως θα ήταν μια ενδεχόμενη δεύτερη ταινία του.
Μια από τις μεγάλες αποκαλύψεις που πρέπει να δείτε στη μεγάλη οθόνη για το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Όσον καιρό παίζει ακόμα (και μακάρι αυτός να είναι πολύς), σας καλεί να βουτήξετε εντός του. Και με το τελευταίο πλάνο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, να βγείτε από τον κινηματογράφο αναρωτώμενοι για το μέλλον.
Rating:
Xώρα: Ισλανδία
Έτος: 2020
Σκηνοθεσία: Johann Johansson
Πρωταγωνιστούν: Tilda Swinton
Διάρκεια: 70'