Λένε πως για να καταλάβεις καλύτερα έναν άνθρωπο πρέπει να δεις τον τόπο ή την γειτονιά που μεγάλωσε. Από την μικρή μου εμπειρία ξέρω πως αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, κυρίως λόγω γεωγραφικής θέσης. Παρόλα αυτά όσες φορές έχει παρουσιαστεί η ευκαιρία να εφαρμόσω αυτήν την “σοφία” με άτομα που νοιάζομαι, είτε πήγα εγώ στα μέρη τους είτε το αντίστροφο, δεν έχω πέσει και τόσο έξω. Επομένως κι εσύ αναγνώστη, στην απίθανη περίπτωση που θελήσεις μετά από αυτές τις γραμμές να μάθεις καλύτερα το φαινόμενο που λέγεται Crowbar, το μουσικό σχήμα που διαμορφώνει ακούραστα τον sludge metal ήχο εδώ και 31 χρόνια, ίσως θα βοηθούσε πρώτα να μάθεις από που ξεκίνησαν τα μέλη του. Πιο συγκεκριμένα θα σου αναφέρω τρεις λέξεις: Νέα Ορλεάνη, Λουϊζιάνα.
Αν είσαι λοιπόν παρατηρητικό παιδί και έχεις δει την πρώτη σεζόν “True Detective” (αν όχι, σταμάτα να διαβάζεις και ξεκίνα αμέσως), ειδικά αν έδωσες χρόνο για να προσέξεις την υπέροχη noir φωτογραφία της, ενδεχομένως έχεις μια αρκετά καλή ιδέα γιατί το sludge metal (κι όχι μόνο) βρήκε εκεί “γόνιμο έδαφος” για να γεννηθεί η περίφημη μουσική σκηνή του. Μέσα από την θέα αυτών των μελαγχολικών βαλτότοπων και την απελπιστική ησυχία που εκπέμπουν, μπορείς πανεύκολα να αντιληφθείς γιατί ο απεγνωσμένος ήχος που παραστατικά μοιάζει με έναν άγνωστο φόβο για κάτι που σε πλησιάζει ύπουλα μέσα από στάσιμα νερά και ξαφνικά σου χυμάει με θυμό, έγινε σημείο αναφοράς για διάφορες μπάντες. Κράτα τώρα αυτή την εικόνα στο μυαλό και πρόσθεσε τα blues, την jazz, το αλκοόλ και τις παλιές ειδωλολατρικές θρησκείες-voodoo που έχουν ρίζες από τους Αϊτινούς σκλάβους και λατρεύονται μέχρι σήμερα. Στο τέλος όλα αυτά “δένουν” και βγάζουν πολύ περισσότερο νόημα. Σε αυτό το σημείο – και με κίνδυνο να συνεχίσω την φλυαρία – θα σου πω άλλες δύο λέξεις: συνεργατικό πνεύμα. Και εξηγώ.
Η Νέα Ορλεάνη (και τα περίχωρα) έβγαλε μπαντάρες που δεν χρειάζονται καθόλου συστάσεις, πρέπει όμως κάποιες να αναφερθούν. Οι EyeHateGod, Crowbar και Acid Bath διαμόρφωσαν κυρίως τον sludge metal ήχο. Οι Superjoint Ritual, Soilent Green και οι Arson Anthem έπαιζαν crossover, death/grindcore και hardcore punk αντίστοιχα και τέλος οι Down που σημάδεψαν το southern metal. Κάποιες ακόμα αποτελούν την ψυχή αυτής της σκηνής και είναι οι βασικές υπεύθυνες για την ιδιαιτερότητα της. Με κάθε ευκαιρία τα μέλη τους έμπλεκαν μεταξύ τους και έφτιαχναν άλλες μπάντες και μετά άλλες, δημιουργώντας έτσι έναν ατέρμονο καλλιτεχνικό κύκλο συνεργασίας κι αλληλεπίδρασης με θρυλικές προεκτάσεις. Στον πυρήνα αυτών των διεργασιών, εκεί δηλαδή που πάντα όλα έχουν μία χαρακτηριστική βαρύτητα, οι Crowbar έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο για περίπου τρεις δεκαετίες. Στο σήμερα λοιπόν και πιο συγκεκριμένα στις 4 Μάρτη 2022, κυκλοφόρησαν το “Zero and Below” την δωδέκατη ολοκληρωμένη δουλειά τους.
Σύμφωνα με τον Kirk Windstein, τραγουδιστή και στιχουργό της μπάντας, το LP ήταν ήδη έτοιμο από τον Φλεβάρη του 2020 αλλά για ευνόητους λόγους (βλ. πανδημία) χρειάστηκε να αναβάλλουν την κυκλοφορία του. Έχει, μεταξύ πολλών άλλων, δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι πως η κυκλοφορία του έρχεται μετά την μεγαλύτερη χρονικά απόσταση ανάμεσα σε δύο κυκλοφορίες, 6 χρόνια δηλαδή μετά το σχετικά καλό “The Serpent Only Lies” του 2016 . Το δεύτερο είναι η παρουσία του μπασίστα Shane Wesley που συμμετέχει πρώτη φορά σε full length δίσκο παρόλο που είναι μέλος από το 2018. Το “Zero and Below” σε γενικές γραμμές, είναι εμπνευσμένο πάνω στην ίδια βάση που φτιάχτηκαν τα “Time Heals Nothing” (1995) και “Odd Fellows Rest” (1998), δύο υπέροχα album που ουσιαστικά καθιέρωσαν την μπάντα στα ‘90s. Τα υλικά γι’ αυτή την “συνταγή” ήταν το sludge metal με προσεγμένα doomy και μελωδικά περάσματα. Σίγουρα δεν μιλάμε για κάτι “φρέσκο”, μιλάμε όμως για την ίδια ενέργεια που δίνει υπόσταση στα κοφτά riffs και το συμπαγές drumming που ελκύει τους fans όλα αυτά τα χρόνια. Οι εναλλαγές ανάμεσα στα 10 κομμάτια του γίνονται πολύ απλά, σχεδόν “απαλά” όπως τότε και τα 40 λεπτά του κυλούν τόσο εύκολα που χρειάζεται δεύτερη ακρόαση στο “καπάκι”.
Το LP ξεκινάει με το “The Fear That Binds You” και οι Crowbar θέλουν με το καλημέρα να σου θυμίσουν αυτό που ενδεχομένως μπορεί να σου έλειψε. Το καταφέρνουν σχετικά εύκολα, με ένα κάπως μονοκόμματο riffing και την γνώριμη φωνή του Windstein να σου “επιτίθεται”. Τα drums του Tommy Buckley είναι όμως στην πραγματικότητα η δύναμη αυτή που αναγκάζει το κεφάλι σου να κινείται πάνω-κάτω. Κλείνει με μια doom riffάρα που ρίχνει κάπως τους τόνους, για να ταιριάξει με την απελπισία που πηγάζει από την εισαγωγή του “Her Evil Is Sacred”. Εδώ το doom κυριαρχεί ηχητικά και στιχουργικά, η ενέργεια “απλώνεται” σε μια τετράλεπτη μονότονη σύνθεση που μοιάζει με βόλτα σε παγωμένη λίμνη. Οι Crowbar στο “Confess To Nothing” ρίχνουν ακόμα περισσότερο τις κλίμακες και στα τελευταία 2 λεπτά ακολουθούν τα πρώτα μελωδικά σημεία του LP. Με έναν παρόμοιο τρόπο στο “Denial Of The Truth”, το μπάσο του Todd Strange σε βάζει με έναν έξυπνο και κάπως τελετουργικό ρυθμό μέσα σε μερικές από τις πιο ήρεμες στιγμές του “Zero and Below”, εκεί όπου η φωνή του Windstein χαλαρώνει ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα. Ενδιάμεσα πάντως, το “Chemical Godz” που είναι το τέταρτο κομμάτι, έχει φροντίσει να σε “χτυπάει” μέχρι να μαλακώσεις με νευρικά ξεσπάσματα και μελωδικές κιθάρες που εναλλάσονται, κλείνοντας ουσιαστικά το πρώτο μισό του LP με τον ήχο που ξέρεις και σε έχει συνηθίσει η μπάντα. Όπως ανέφερα νωρίτερα δεν είναι ούτε κάτι καινούριο, ούτε τόσο απολαυστικό όσο ήταν πριν 25 χρόνια. Μέχρι εκείνη την στιγμή όμως είναι αρκετά καλό ακόμα κι αν δεν ανοίγει νέους δρόμους.
Το “Bleeding From Every Hole” είναι σύντομο και άκρως μοχθηρό. Το μπάσο κροταλίζει πολύ πειστικά στην αρχή και στην συνέχεια προστίθενται hardcore ξεσπάσματα. Το drumming ακολουθεί στιβαρά ένα “ξερό” riff απο την κιθάρα του Matt Brunson και κλείνει κάπως απότομα. Σχεδόν αμέσως το “It's Always Worth The Gain” μπάινει με έναν stoner και groovy ρυθμό που θυμίζει Down και η κιθάρα με μελωδικό τρόπο λειαίνει ακόμα περισσότερο τις όποιες τραχιές “γωνίες”. Στα τελευταία δευτερόλεπτα όμως ένα sludgy ξέσπασμα μπαίνει σαν γέφυρα για να συνδεθεί με το “Crush Negativity”. Αναμφίβολα μία από τις καλύτερες στιγμές του LP, μια σύνθεση που σίγουρα θα ζήλευαν οι EyeHateGod. Αυτό το riffage μα κυρίως ο μοναδικός τρόπος που αποδίδεται, έκαναν την σκηνή της Νέας Ορλεάνης πρωτοπόρα. Η αίσθηση του “σκοτεινού βάλτου” που κρύβει κινδύνους και η οργή που τρέφεται από την Αδράνεια, έχει “ποτίσει” αυτό το κομμάτι και είναι η ξεκάθαρη απόδειξη (αν τελικά χρειαζόταν) ότι οι Crowbar έχουν ακόμα το μαγικό άγγιγμα. Το αρχικό riff του “Reanimating A Lie” συνεχίζει πιασάρικα με groovy διάθεση και είναι Black Sabbath όσο δεν πάει. Κάπου στη μέση, ο drummer “ξεσπάει” για λίγο με ατόφιο hardcore, το κλείσιμο όμως γίνεται πάλι doomy κι έρχεται με ένα σταδιακό “σβήσιμο”. Η εισαγωγή αλλά και το μεγαλύτερο μέρος από το ομώνυμο και τελευταίο κομμάτι έχει τίμια heavy metal ψυχή, χαρακτηριστικό κάποιων συνθέσεων στα ‘00s. Είναι κάπως ταξιδιάρικο, μελαγχολικό και κατά μία έννοια νηφάλιο. Μια ακουστική κιθάρα σου “γλυκαίνει” τα αυτιά και συνοδεύει την ηλεκτρική, που στην εκπνοή στρώνει θαυμάσια ένα μελωδικό “χαλί”.
Το κουαρτέτο από την μυστήρια και πολύπαθη Λουϊζιάνα ξέρει πολύ καλά, πως αν κάτι συνεχίζει να ρολάρει μετά από δεκαετίες αδιάκοπης χρήσης και όταν χρειαστεί μπορεί να πάει ακριβώς εκεί που πρέπει, μάλλον δεν σηκώνει αλλαγή ούτε “φτιάξιμο”. Οι 10 νέες συνθέσεις δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πολύ καλό “μωσαϊκό”, φτιαγμένο και “σμιλευμένο” προσεκτικά με υλικό από όλα τα προηγούμενα album. Ο πιο πρόσφατος ήχος που είναι κάπως πιο δομημένος, συνυπάρχει ομαλά και διαλεκτικά με τον τραχύ και πιο άμεσο old school ήχο. Κι αυτό είναι μια χαρά. Δεν χρειάζεται συνεχώς να προσπαθούν να ξεπερνούν τα όρια τους, σκίζοντας και ξαναγράφοντας τις συνθέσεις μέχρι να πιάσουν εκβιαστικούς δήθεν στόχους. Απ’ την άλλη, δεν έχει κανένα νόημα να μένουν επίμονα προσκολλημένοι στο παρελθόν σε έναν ήχο που απαρτίζεται από επαναλαμβανόμενα άψυχα και ανούσια deja vu, ορμώμενοι από κάποιον αδικαιολόγητο ψυχαναγκασμό ή άλλες άγνωστες αιτίες που πιθανόν να μην έχουν καν πραγματική υπόσταση.
Οι Crowbar ανέκαθεν έδιναν παρηγοριά με τον τρόπο τους στους καταπιεσμένους, τους καταθλιπτικούς και τις ραγισμένες καρδιές. Το κατάφεραν για άλλη μία φορά, με την ίδια ποιότητα και ένταση όπως το έκαναν 10 ή 20 χρόνια πριν. Θα ήμουν όμως ψεύτης αν ισχυριζόμουν ότι το “Zero and Below” είναι αυτό που ιδανικά θα έπρεπε να είναι μετά από μια αναμονή 6 χρόνων. Για εμένα βέβαια, που δεν έχω πλέον πολλούς τρόπους για να απολαμβάνω ‘90s sludge metal, αποτελεί κάτι σαν “βάλσαμο”. Για άλλους κι άλλες, που ενδεχομένως δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα γράφω, είναι μία πολύ καλή παρουσίαση ενός παράξενου μουσικού ιδιώματος βουτηγμένου στις καταχρήσεις, την παράνοια και την σύγχυση που αυτά αναπόφευκτα φέρνουν, συνέπεια μιας εποχής που φαντάζει κάπως μακρινή. Καλή ακρόαση.
Rating:
Εταιρεία: MNRK Heavy
Genre: Sludge Metal, Doom Metal
Παραγωγός: Duane Simoneaux
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 04/03/2022
Band Links: Crowbar | Facebook | Instagram | Bandcamp | Spotify | YouTube