Φωτογραφίες: Γιάννα Φώτου
Πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό, βρέθηκα σε κλειστό χώρο για να παρακολουθήσω live κι έμελλε να είναι επίσης η πρώτη φορά που το “καλύπτω” για λογαριασμό του DEPART αλλά και γενικότερα. Διπλή λοιπόν η χαρά για μένα, που επιτέλους θα έκανα κάτι που απολαμβάνω τόσο πολύ, αλλά και έντονη η περιέργεια γιατί θα έβλεπα ζωντανά 2 μπάντες που δεν έχω ξαναδεί πάνω στην σκηνή. Ψάχνοντας τις λεπτομέρειες γι’ αυτά που θα συναντήσω, δεν μου πέρασε απαρατήρητο το γεγονός πως το line up ήταν κάπως μουσικά ετερόκλητο. Χρόνια εκπαιδευμένος στο να ανακαλύπτω δυσκολίες εκεί που δεν υπάρχουν, στον δρόμο για το “Temple” εύλογα αναρωτήθηκα για τον τρόπο που θα ταιριάξουν οι punk ήχοι των Frenzee που θα “άνοιγαν” την βραδυά, με τον επιβλητικά βαρύ ήχο των Automaton. Κατέληξα στο προφανές. “Δεν είναι αυτά προβλήματα” σκέφτηκα, εξάλλου είναι απλά μουσική. “Πάμε και βλέπουμε”.
Είμαι σίγουρος πως έφτασα κάπως νωρίς, αλλά γενικά οι πρώτες νότες άργησαν να ακουστούν και η προσέλευση στον “Ναό” σίγουρα δεν ήταν η ιδανική. Παρατηρώντας τον κόσμο ενώ περίμενα την έναρξη, θεώρησα πως θα ήταν ζόρικο για την μπάντα που κάνει support, να “κερδίσει” το κοινό που πιθανώς να είχε μία πιο doom διάθεση. Όλα αυτά τα ομιχλώδη θόλωναν το κεφάλι μου αλλά ξεδιάλυναν, όταν τα φώτα χαμήλωσαν και στην σκηνή ανέβηκαν οι Frenzee, μία μπάντα που γρήγορα θα διαπίστωνα πως δεν θα φοβόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Για ακόμα μία φορά αποδείχτηκε ότι είχα κάνει λάθος πρόβλεψη, γι’ αυτό έχω σταματήσει καιρό τώρα να βάζω στοίχημα για οτιδήποτε. Με χαρακτηριστική ευκολία και αυτοπεποίθηση, μας έδωσαν τρία πράγματα που χρειαζόμασταν και δεν το γνωρίζαμε: απίστευτη ενέργεια, καθαρό ήχο με διαολεμένη ένταση και ηλεκτρισμένα γυναικεία φωνητικά. Φυσικά χρειάστηκαν 2-3 κομμάτια ώστε τo πλήρες μήνυμα τους να απλωθεί σε όλο το Temple, η αρχή όμως είχε γίνει με θεαματικό τρόπο.
Το punk rock των Frenzee δεν είναι καθόλου μονόχνωτο, έχει μέσα του το rock n’ roll και οι συνθέσεις έχουν εναλλαγές, με αποτέλεσμα κάθε μία από αυτές να επιφυλάσσει τουλάχιστον μία μικρή έκπληξη. Εκεί που χτυπάς το κεφάλι σου με ατόφιο “τούπα-τούπα”, μία groovy μπασογραμμή τύπου Ratm ή Red Hot Chilli Peppers μπορεί να κάνει το σώμα σου να κουνιέται και η κιθάρα ανέλπιστα να ξεδιπλώσει μία hard rock μελωδία που θα σε στείλει αδιάβαστο. Μαζί με τα φωνητικά που είναι άψογα, με δυνατότητες που φτάνουν πολύ πέρα από το punk, δημιουργείται ένα εξαιρετικό μίγμα.
Το σχήμα ίσως να είναι σχετικά νεοσύστατο, καταλαβαίνεις όμως αμέσως ότι τα μέλη του έχουν χημεία μεταξύ τους κι εκτός από ταλέντο, το κάθε ένα έχει και την δικιά του εμπειρία στην μουσική. Οι κινήσεις τους υποδηλώνουν άνεση που πιστεύω δεν θα επηρρεαζόταν αρνητικά από ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό, μπροστά από το οποίο θα μπορούσα χαλαρά να τους φανταστώ να βγάζουν τον καλύτερο τους εαυτό. Η επικοινωνία τους με τον κόσμο γίνεται αβίαστα, δεν μου φάνηκε ούτε μία στιγμή επιτηδευμένη κι αυτό μου έκανε και την μεγαλύτερη εντύπωση. Η γνησιότητα στην σκηνή σε συνδυασμό με την καλή μουσική είναι κάτι που σπανίζει και αυτός ο συνδυασμός σε ένα σχήμα που κάνει τα πρώτα του βήματα, είναι σίγουρα η βάση για μία ελπιδοφόρα συνέχεια. Αν και ο χρόνος τους ήταν κάπως περιορισμένος τον εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο, γεμίζοντας τον με άφθονη ένταση χρησιμοποιώντας δεξιότητες που πολλές punk μπάντες θα ζήλευαν. Πέρασα περίφημα με τους Frenzee και το χειροκρότημα όταν άφησαν την σκηνή απέδειξε ότι δεν ήμουν ο μόνος. Αν στην αρχή είχαν την προσοχή μας, 40 λεπτά και τρεις σπασμένες χορδές μετά, είχαν τον απόλυτο σεβασμό μας. Περιμένουμε λοιπόν με ενδιαφέρον την πρώτη full length δουλειά τους, που από ότι ξέρω θα κυκλοφορήσει στο πολύ κοντινό μέλλον.
Είχε φτάσει η ώρα για αλλαγή κλίματος. Οι Automaton πήραν την σκυτάλη και η ατμόσφαιρα θα μεταβαλλόταν ριζικά, αφού αφήσαμε πίσω τον εκτονωτικό punk ρυθμό και ο “Ναός” γέμισε με ψυχότροπους drone ήχους. Για κάποια λεπτά το quinteto υπονόμευε ανοιχτά τις αισθήσεις μας και μας διαμόρφωνε προετοιμάζοντας απλά το αναπόφευκτο. Ο Τάλως ξύπνησε τελικά με πάταγο προτάσσοντας την θέληση του, με ένα ζοφερό black metal ξέσπασμα γεμάτο κραυγές κι απόγνωση, θυμίζοντας μου στίχους του T.S Elliot από το “The Hollow Men”, εκεί όπου ο ποιητής στωικά περιέγραφε το τέλος του κόσμου. Ο τρόπος που οι Automaton έπαιζαν με τους ρυθμούς ήταν αριστοτεχνικός. Το Αποκαλυπτικό doom έδινε την θέση του σε blast beats απο ατόφιο black metal κι αυτά με την σειρά τους κατέληγαν σε ογκώδη sludge riffs της Ufomammut σχολής, μία από τις πιο psycho και καλύτερες του είδους. ?λλες στιγμές η μπάντα τρίπαρε μέσα από drone και post metal ηχοτοπία κι εμείς βρίσκαμε λίγο πολύτιμο χρόνο για να πάρουμε ανάσα και να βάλουμε το μυαλό μας στην θέση του. Όλα ενωμένα μεταξύ τους με μια αόρατη ανθεκτική “ραφή”, όλα κομμάτια ενός υποβλητικού soundtrack από vintage ταινία τρόμου, που πρέπει να σκεφτείς σοβαρά πριν πάρεις την απόφαση να την παρακολουθήσεις στο σινεμά, γιατι μπορεί εύκολα να γίνεις έρμαιο του ίδιου του πανικού σου. Τα παραπάνω δείχνουν μια τεχνική κατάρτιση που δεν την συναντάς συχνά, ειδικά σε ζωντανές εμφανίσεις. Ευτυχώς, χάρη στον πολύ καλό ήχο του Temple, κατάφεραμε να μην χάσουμε τίποτα απολύτως από αυτά που συνέβαιναν στην σκηνή κι αυτό το γεγονός αποτελεί μια σημαντική σταθερά για τον συγκεκριμένο χώρο όσες φορές κι αν έχω παρεβρεθεί σε αυτόν.
Ήταν ελάχιστες οι στιγμές που οι Automaton δε κάλυπταν τον χώρο με την απειλητική και σκιώδη παρουσία τους. Η μπάντα λατρεύει να δημιουργεί ατμόσφαιρα και γνωρίζει πολύ καλά πως αυτό θέλει χρόνο, γι’ αυτό και δεν βιαζόταν να τελειώσει τις συνθέσεις της. Αυτές πάλι “απλώνονταν” στο χώρο ελεύθερες, η κάθε στιγμή όμως που τα μέλη συντονίζονταν για να αποδώσουν ένα δομημένο και συμπαγές ξέσπασμα, μαρτυρούσε μια αρρωστημένα δημιουργική χημεία ανάμεσα σε ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ καλά ο ένας τον άλλον. Από την “καλή” και από την “ανάποδη”.
Πιστεύω πως οι ίδιοι ήθελαν και προσπάθησαν ώστε η επιστροφή τους μετά από 2 χρόνια να είναι κάτι που δεν θα ξεχαστεί εύκολα. Επίσης είμαι πεπεισμένος ότι τους είχε λείψει η επαφή με τον κόσμο και ένα περιστατικό που συνέβη το μαρτυράει. Ενώ μετράγαμε λεπτά πριν το κλείσιμο και εμείς είχαμε παραδοθεί σε μερικές από τις πολλές instrumental στιγμές, ένας φίλος από το κοινό αυτοσχεδίασε και συνόδευσε φωνητικά την σύνθεση για κάποια λεπτά και το αποτέλεσμα δεν μου φάνηκε καθόλου άκυρο, ούτε φυσικά ακούστηκε σαν “παραφωνία”. Όταν αυτοί κι αυτές που γουστάρουν τη μουσική σου την κατανοούν ταυτόχρονα τόσο καλά που μπορούν να γίνουν κυριολεκτικά κομμάτι της, τότε έχεις φτιάξει κάτι έντονα επιδραστικό για ανθρώπους ικανούς να το σεβαστούν και να μπουν στην ουσία του.
Δεν υπερέβαλλα στην αρχή όταν ανέφερα την πιθανή ασυνέχεια ανάμεσα στις δύο μπάντες, ακόμα κι αν η ύπαρξη της εν τέλει δεν έπαιξε κανέναν απολύτως ρόλο. Τα συναισθήματα που μου προκάλεσαν οι ήχοι πριν και μετά το διάλειμμα ήταν αντιδιαμετρικά, όμως με έναν παράδοξο τρόπο όλα έδεσαν. Πέρασα πολύ καλά το Σάββατο και είμαι απόλυτα ανοιχτός για μία τέτοια συνάντηση στο μέλλον, σε καλύτερες κοινωνικές συνθήκες αν είναι δυνατόν. Ας υπάρχει ειρήνη κι εδώ θα είμαστε, δεν χανόμαστε.