Η αλήθεια είναι πως δύσκολα θα περίμενε κανείς πως ακούγοντας τον όρο darkwave (ή οποιοδήποτε άλλο ιδίωμα) η Ολλανδία θα ήταν μια από τις πρώτες χώρες που θα ερχόταν στο μυαλό κάποιου. Από τη μια η Αγγλία ως «γεννήτορας» του ιδιώματος και η Γερμανία έχουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία με την Αμερική να έπεται σε διάφορα παρακλάδια πίσω στη δεκαετία του ’80, όταν η punk άρχισε να αυξάνει τα παρακλάδια της. Το όνομα των Clan Of Xymox ωστόσο κατέληξε να είναι συνυφασμένο με την ιστορία της σκοτεινής μουσικής και σίγουρα με διάρκεια μέσα στις δεκαετίες που δεν το λύγισαν οι αλλαγές μελών, η προσωρινή παύση, οι διαρκείς ελιγμοί μεταξύ ιδιωμάτων και το αναπόφευκτο πέρασμα του χρόνου.
Το 1983 ο Ronny Moorings και η Anka Wolbert, δύο φοιτητές από το Nijmengen της Ολλανδίας θα γνωριστούν και θα ανακαλύψουν τα κοινά τους μουσικά ακούσματα, τα οποία θα τους οδηγήσουν στο να φτιάξουν μια μπάντα που θα ακροβατεί μεταξύ της θλιμμένης μονοτονίας του post punk και του ηλεκτρονικού πειραματισμού με αρμόνια και μαγνητοταινίες. Την ονομάζουν Xymox, ένα λογοπαίγνιο πάνω στη διαδικασία ζύμωσης και κυκλοφορούν το πρώτο τους EP, Subsequent Pleasures. Ένα EP μινιμαλιστικό, θλιμμένο και κακομούτσουνα χορευτικό που ακόμα και σήμερα μοιάζει ως η πηγή από την οποία ήπιαν (έστω κι άθελά τους) οι lo-fi «απόγονοί» τους.
Το 1984 μετακομίζουν στο Amsterdam όπου θα γνωρίσουν τους Pieter Nooten και Frank Weyzig. Καίριο ρόλο θα παίξει μια τυχαία συνάντηση με τους Dead Can Dance, ένα συγκρότημα που θα αποδειχθεί σημαντικό όνομα για την άνοδό τους καθώς όχι μόνο θα τους καλέσει να παίξουν support στη βρετανική τουρνέ τους, αλλά και θα τους οδηγήσει στο να υπογράψουν συμβόλαιο με την εταιρεία-μήτρα της σκοτεινής εναλλακτικής μουσικής, 4AD. Με αυτές τις βάσεις, το 1985, το ντεμπούτο τους, Clan Of Xymox κυκλοφορεί, ένας δίσκος που καταφέρνει να αναμείξει φως και σκοτάδι με μια προσωπική σφραγίδα, δείχνοντας ωστόσο τις εμφανείς συγγένειές τους με τους προπάτορες του ιδιώματος. Από το εναρκτήριο A Day και τις εμφανείς Cure διαθέσεις του και τα παγωμένα synths του Stumble And Fall είναι εμφανές πως ο κόσμος των Xymox είναι ένας κόσμος πόνου και μουδιάσματος, που το φως δεν καταφέρνει να ζεστάνει αλλά να επιτείνει τη θλίψη. To δε μπάσο και η μελωδία του Cry In The Wind και του 7th Time έχουν αφομοιώσει εντελώς την απόγνωση των Joy Division ενώ το Stranger από το τρομακτικό του ξεκίνημα έως τη χορευτική του κορύφωση αποτελεί ένα σχεδόν κινηματογραφικό άκουσμα. Και φυσικά το σπαραξικάρδιο ξεμπρόστιασμα του Equal Ways και του No Human Can Drown ραγίζουν την οποιαδήποτε ψυχοσύνθεση σε ανύποπτο χρόνο.
Αν ρωτήσει κανείς την πλειοψηφία κοινού και κριτικών, θα λάβει την απάντηση πως η καλλιτεχνική κορυφή των Clan Of Xymox έλαβε χώρα το 1986 με το δεύτερο full length. Και η αλήθεια είναι πως το Medusa δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης καθώς η αφηγηματικότητα του συγκροτήματος και η συνθετική του εκφραστικότητα έχουν ανέβει απότομα πολλά σκαλιά. Η εισαγωγή του Theme I που καταλήγει στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου φανερώνει μια νέα ηδύτητα στον τρόπο που αντιλαμβάνονται την πίκρα με αδιαμφισβήτητο λυρισμό. Το φως που κάποτε έλαμπε θλιμμένα, τώρα μοιάζει να σπάει τη γκριζάδα και να δημιουργεί μια ευφορία. Ένα φως που υπάρχει σε όλες τις συνθέσεις, από το Louise και την ακουστική του κιθάρα και τη ρυθμικότητα του Agonised By Love, στα μελαγχολικά φωνητικά της Wolberg στο «νυκτόβιο» Masquerade και μέχρι την οριακά «συμφωνική» στιγμή του After The Call, είναι ένας δίσκος που βιώνεται στην ολότητά του, σχεδόν αντικρούοντας ό, τι μπορούσε να περιμένει κανείς από την μπάντα. Το Michelle ηθελημένα αφήνεται τελευταίο εν προκειμένω καθώς συμπεριλαμβάνεται στο Ninja Squad του υπεράνω κριτικής μαιτρ του κινηματογράφου πολεμικών τεχνών, Godfrey Ho. Από μόνο του πειστήριο αριστουργήματος.
Ο τρίτος δίσκος, το Twist of Shadows του 1989 τους βρίσκει όχι μόνο να αλλάζουν το όνομά τους επαναχρησιμοποιώντας αποκλειστικά το Xymox αλλά και να «μετακομίζουν» από τη 4AD στη Wing. Ο συγκεκριμένος δίσκος αφήνεται ακόμα περισσότερο στη φωτεινή του πλευρά καταλήγοντας να ασπάζεται περισσότερο τις new wave παρορμήσεις, χωρίς αυτό να προδίδει κάποια ποιοτική έκπτωση. Το μελιστάλαχτο Evelyn που ανοίγει το δίσκο, τα φτιαγμένα για τα dancefloors Obsession και A Million Things, o δυναμισμός του Craving, ο αμιγώς ραδιοφωνικός χαρακτήρας του Blind Hearts μαρτυρούν τις νέες διαθέσεις του συγκροτήματος. Μέχρι και η Wolberg ακούγεται πολύ πιο χαρούμενη στο Imagination. Οι πιο ανοιχτόμυαλοι εκ των οπαδών αναγνωρίζουν την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά των Xymox σε αυτήν τους τη μουσική στροφή, ωστόσο οι πιουρίστες νιώθουν πως κάτι σπάει στη «σχέση» τους με την μπάντα.
Αν το Twist of Shadows ακούγεται ως ένας φωτεινός δίσκος, ο τέταρτος δίσκος, το Phoenix του 1991 μοιάζει να περιλαμβάνει όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ανένοχα πιασάρικος και ποπ, δε διστάζει να φανερώσει τη θέλησή να ξανοιχτεί σε νέους δρόμους. Το εναρκτήριο Phoenix of My Heart/Wild Thing Outro το οποίο αποτελεί κι έναν φόρο τιμής στο κομμάτι των Troggs ήταν μάλιστα αυτό με την υψηλότερη ως τότε παρουσία στα charts, σκαρφαλώνοντας ως τη 16η θέση τόσο των Dance όσο και των Modern Rock κομματιών. Το At The End of The Day φέρνει στο νου τους Cure στα πιο φωτεινά τους, ενώ το The Shore Down Under αποτελεί την προσωπική μου αδυναμία από τον συγκεκριμένο δίσκο. Αν μπορούσε να συνοψιστεί, όμως, ολόκληρος σε ένα κομμάτι, τόσο σε επίπεδο τίτλου όσο και σύνθεσης, αυτό θα ήταν το Wonderland με τη φανερή του αισιοδοξία. Αυτός ο τίτλος θα αποτελέσει και τον τελευταίο της αυθεντικής σύνθεση του συγκροτήματος, με την Wolbert και τον Nooten να αποχωρούν λόγω διαφωνιών σχετικά με τη μελλοντική πορεία του σχήματος.
Η αλήθεια είναι πως ακούγοντας τους δύο επόμενους δίσκους που ο Moorings κυκλοφόρησε υπό την επωνυμία των Xymox φανερώνει αυτές τις μουσικές διαφορές. Τόσο το Metamorphosis όσο και το Headclouds είναι ένας πειραματισμός που βυθίζεται πολύ περισσότερο σε «ρεϊβάδικους» δρόμους που ακόμα και σήμερα δεν έχω συναντήσει κάποιον που να μου αναφέρει ένα από τα δύο ως αγαπημένο του, βρίσκοντας αρκετούς πολέμιους αλλά και φανατικούς υποστηρικτές. Είναι γεγονός, όμως, πως ο Moorings εν αντιθέσει με πολλούς άλλους συνθέτες τόλμησε να πειραματιστεί σε ανοίκεια νερά και να καταφέρει να τα προσαρμόσει στη μουσική του γλώσσα. Το 1994 και αφού έχει ολοκληρώσει την τελευταία περιοδεία του συγκροτήματος μαζί με τον Weyzig και την Mojca Zugna, ακολουθεί τριετή αγρανάπαυση από τα μουσικά δρώμενα.
Η «παύση πυρών» θα σταματήσει το 1997 όταν ο Moorings πλέον θελήσει να επιστρέψει στην ενεργό δράση, προσλαμβάνοντας νέους μουσικούς για τις ζωντανές εμφανίσεις του σχήματος και αποδεικνύοντας το πόσο ευπροσάρμοστος μπορεί να παραμένει στις μουσικές εξελίξεις. Το Hidden Faces είναι ένας δίσκος που κατανοεί τόσο το μοντέρνο industrial όσο και την ανάγκη για μια πιο ευθεία έκφραση. Και η αλήθεια είναι πως το Out of The Rain ανοίγει το δίσκο φανερώνοντας κάθε πρόθεση του συνθέτη. Και η αλήθεια είναι πως η ποικιλομορφία του δίσκου εντυπωσιάζει. Από τις Depeche Mode διαθέσεις του The Child In Me στην εσωστρέφεια του It’s All A Lie και από το φλεγματικό Troubled Soul στον αργό σπαραγμό του The Story Ends μπορούμε να μιλήσουμε για ένα δίσκο πολυπρόσωπο όσο και σύγχρονο που επανασυστήνει τους Clan Of Xymox σε ένα νέο κοινό.
Αν ωστόσο μπορούσα να μιλήσω για την αγαπημένη μου στιγμή στη δισκογραφία τους, αυτή θα ήταν ο επόμενος δίσκος, το Creatures του 1999, ο πρώτος δίσκος τους που έπεσε στα χέρια μου. Από τις πρώτες νότες του Sisters of Mercy-ικού hit Jamine And Rose αυτή η μπάντα αντιπροσώπευε ό, τι σήμαινε το goth για μένα. Με τον Adrian Hates των Diary of Dreams σε ρόλο μηχανικού ήχου, ολόκληρος ο δίσκος αποπνέει μια αίσθηση χολής που μέχρι τότε δεν έχουμε ξανασυναντήσει στη μπάντα, μια επιστροφή στο αισθητικό (αλλά όχι ηχητικό) σκοτάδι της αλλά με πιο σαφές το μένος που ξεκάθαρα φανερώνεται στους στίχους. Το παράφωνο riff του Undermined, το παράπονο του Crucified, η συντριπτική θλίψη του Waterfront και του Creature, η φρούδα ελπίδα του All I Have. Ακούγοντάς το, ακούς έναν άνθρωπο που βιώνει τους δαίμονές του και τους μεταφράζει σε νότες και στίχους. Και όσο διαφορετικό και αν είναι από ό, τι μπορεί να περιμένει κανείς από τους Xymox έως τότε, άλλο τόσο επιβεβαιώνει την κλάση τους και το μεγαλείο τους.
Από το 2000 κι έπειτα, οι Clan Of Xymox κάθε άλλο παρά ανενεργοί έμειναν, κυκλοφορώντας 9 studio albums μέχρι το 2021, μαζί με ένα δίσκο διασκευών (το Kindred Spirits του 2012) και δύο ζωντανά ηχογραφημένους δίσκους. Σταδιακά υιοθετεί μια ολοένα και περισσότερο ηλεκτρονική χροιά, προχωρώντας σε EBM μονοπάτια και διαρκώς εξελισσόμενη. Προσωπική αδυναμία αποτελεί το Farewell του 2003, ένας δίσκος με πλήρη ροή που δείχνει πως ο Moorings όχι μόνο μπορεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα αλλά να κοιτάξει και στα μάτια όλη τη σύγχρονη σκηνή, χωρίς να ξεχνάει τις ρίζες του και την ταυτότητα της μπάντας -το Into Extremes θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στο ντεμπούτο και το One More Time στο Medusa. Δεν μπορώ επίσης να μην αναφερθώ στο Spider On The Wall του 2020, ένα δίσκο που θυμάται τις ρίζες του συγκροτήματος και τις επαναφέρει στο παρόν μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα, όπως και το Limbo το οποίο μεταφράζει τη μουσική τους φόρμουλα μέσα από την πραγματικότητα, τους προβληματισμούς και τα σενάρια της πανδημίας. Το δε In Your Arms Again από το Darkest Hour του 2011 χρησιμοποιείται στο remake του The Girl With The Dragon Tattoo του David Fincher, πράγμα το οποίο επαυξάνει τα όσα λέγονται περί κινηματογραφικής διάστασης της μουσικής τους.
Οι Clan Of Xymox δικαίως μπορούν να θεωρούνται όχι μόνο μια από τις πλέον αξιόλογες μπάντες του darkwave φάσματος, αλλά και μια από τις συνεπέστερες που ουδέποτε επαναπάυθηκαν και πάντα έψαχναν νέες διόδους έκφρασης. Μια μπάντα που ανέκαθεν μετέφραζε την έκφρασή της σε νότες και κράτησε ακέραιο το χαρακτήρα της μέσα στα χρόνια, κρατώντας το πνεύμα της ζωντανό. Η μουσική εξαίρεση στην αγγλική παροιμία που θέλει το γέρικο σκυλί να μη μπορεί να μάθει νέα κόλπα.