Αρχική ΜΟΥΣΙΚΗΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑIron Maiden: Heavier than Heavy (Part I)

Iron Maiden: Heavier than Heavy (Part I)

Τι υπάρχει να γράψεις για τους Iron Maiden που δεν έχει ήδη γραφεί, ποιο εγκωμιαστικό σχόλιο να διατυπώσεις που δεν έχει ήδη διατυπωθεί; Θα ξεκινήσω λοιπόν λίγο αιρετικά και θα πω ότι δεν είναι μία heavy metal μπάντα, heavy metal μπάντα είναι οι Angel Witch, είναι οι Praying Mantis και πόσες άλλες ακόμα. Σαφώς, θα μπορούσαμε να τους εντάξουμε σε αυτό το είδος, όμως, τότε θα έπρεπε να «διώξουμε» όλους τους άλλους από εκεί. Υπερβάλλω φυσικά, αλλά δε γίνεται κάποιος να μη βλέπει ότι οι Βρετανοί θρύλοι είναι μία μπάντα larger than life, δεν είναι από τα σχήματα που καθορίζονται από μουσικά ρεύματα, το αντιτίθετο, είναι αυτοί που τα δημιουργούν και μάλιστα, τα δικά τους είναι τόσο ορμητικά που παρασέρνουν ό,τι βρουν στο διάβα τους.

► Όλα αρχίζουν το 1956

Δεν έχω αποτρελαθεί ακόμα αλλά αν θέλουμε ένα σημείο μηδέν για τους Iron Maiden, αυτό δε θα μπορούσε να βρίσκεται σε ημερομηνία πέραν από τη 12η Μαρτίου του 1956, όταν και στο Λονδίνο γεννιέται ο Stephen Percy Harris. O Arry, όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά, μεγάλωσε σε ένα σπίτι του Ανατολικού Λονδίνου και το πρώτο του παιδικό όνειρο ήταν να γίνει ποδοσφαιριστής, Μάλιστα έκανε και ένα πέρασμα από τις μικρές της ομάδες, το οποίο «ευτυχώς» δεν τελεσφόρησε και δεν έγινε επαγγελματίας.

Σήμερα φαντάζει αρκετά λογικό αλλά αλήθεια, ποιος έφηβος θέλει να γίνει μπασίστας ή drummer αντί για τραγουδιστής ή κιθαρίστας; Ο έφηβος Steve πάντως ανήκε πάντως στην πρώτη κατηγορία και μία ακόμα παράξενη συγκυρία, τον έσπρωξε στο μπάσο. Βλέπετε, ο Harris, οι τρεις αδερφές του και οι γονείς του έμεναν σε όχι ένα ιδιαίτερα μεγάλο σπίτι, οπότε ένα drumkit ήταν πολύ δύσκολο να χωρέσει. Με σαράντα λίρες στην τσέπη, στα 17 του, αγοράζει το πρώτο όργανο, μία απομίμηση Fender Telecaster και αρχίζει να προσπαθεί να μάθει μόνος του. Τα συγκροτήματα που ακούει προέρχονται κατά βάση από τη Γηραιά Αλβιώνα και είναι μπάντες όπως οι UFO, οι Wishbone Ash και οι Genesis. Ακόμα ο captain δε διαφέρει πολύ από όλους μας και έχει το ίδιο όνειρο που είχαμε όλοι μικροί, να δημιουργήσει τη δική του μπάντα.

► Από τους Influence στους Smiler

Μαζί με τον Dave Smith, έναν φίλο του από το σχολείο, προσπαθούν να μάθουν να παίζουν μουσική. Η αλήθεια είναι πως δεν τα πάνε άσχημα και δεν αργούν να δημιουργήσουν την πρώτη τους μπάντα, τους ξακουστούς #not, Influence. Μπορώ να καταλάβω γιατί άλλαξαν το όνομα τους και ομολογώ πως το δεύτερο είναι καλύτερο και από το τρίτο. Η απόφαση τους αυτή θα οδηγήσει στη γέννηση των Gypsy Kiss όπου συναντούμε, τον Steve Harris στην κιθάρα (το ‘φαγε κάποιος;), προφανώς στο μπάσο, τον Dave Smith στην κιθάρα, τον Bob Verschoyle στη φωνή και τον Paul Sears στα τύμπανα. Η πρώτη τους συναυλία είναι στο St. Nicholas Church Hall, την οποία ακολουθούν άλλες πέντε όπου το ρεπερτόριο τους αποτελείται κατά κύριο λόγο από διασκευές αλλά και κάποια δικά τους κομμάτια. Το 1975 ο νεαρός τότε συνθέτης υπογράφει το πρώτο του τραγούδι, το "Burning Ambition" σε μία στιγμή η οποία έμελλε να αλλάξει τον ρου της μουσικής – και όχι μόνο θα πω εγώ – ιστορίας.

To Δεκέμβριο του ’73 οι Gypsy Kiss μπαίνουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και ο νεαρός Harris ξεκινάει για νέες περιπέτειες. Χωρίς να πτοηθεί εντάσσεται σε ένα σχήμα τους Smiler, του οποίου είναι και ο Βενιαμίν ηλικιακά. Εκεί, στις κιθάρες συναντούμε τους αδερφούς Clee, Mick & Tony, τον Doug Sampson στα τύμπανα και τον Dennis Wilcock στη φωνή. Τελικά, μετά από περίπου έξι μήνες, αποχωρεί, καθώς τα μέλη του συγκροτήματος του ξεκαθάρισαν ότι δεν τους ένοιαζε ένας μπασίστας που χοροπηδούσε πάνω στη σκηνή και έγραφε τραγούδια.

► Οι δύο κιθαρίστες και οι «κακοί» τους τρόποι

Επιστρέφουμε στο 1956, αλλά στα τέλη του και συγκεκριμένα το στις 23 Δεκεμβρίου του 1956. Γεωγραφικά παραμένουμε στο Λονδίνο και ο λόγος για αυτό το ταξίδι μας στον χρόνο, είναι συναντήσουμε το αμέσως παλιότερο μέλος των Iron Maiden, τον David Michael Murray. Με ρίζες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία, όπως και συνομήλικος του μπασίστας, έτσι και αυτός είναι φανατικός ποδοσφαιρόφιλος και παίζει εξίσου καλά. Τα αθλήματα αποτελούν μεγάλο μέρος της ζωής του, αφού εκτός από το να κλωτσά τη στρογγυλή θεά, είναι και εξαίρετος παίχτης κρίκετ. Τα εφηβικά του χρόνια δεν είναι ρόδινα, αφού ζει πολύ φτωχά καθώς ο πατέρας του είναι ανάπηρος και η μητέρα καταφέρνει να κάνει μόνο part-time δουλειές ως καθαρίστρια. Αυτό θα οδηγήσει την οικογένεια Murray να αλλάξει πολλά σπίτια και τον μικρό τότε Dave, τα αντίστοιχα σχολεία. Ο ίδιος υπολογίζει πως μέχρι τα 15 του έχει αλλάξει μία ντουζίνα σχολεία, μέχρι να το παρατήσει.

Συνεχίζουμε να κάνουμε μπρος πίσω στον χρόνο και αυτή τη φορά το DMC-12 μας προσγειώνει στο 1957. Ο λόγος για να ξεδιπλώσουμε το νήμα της ζωής ενός ακόμα κιθαρίστα, του Adrian Frederick Smith. Μεγαλωμένος στο Clapton, όντας δεκαπεντάχρονος μαθητής ακόμα, αγοράζει τον πρώτο δίσκο της ζωής του, το Machine Head των Deep Purple. Φαντάζομαι πως δεν πρέπει να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γιατί ένας έφηβος ακούγοντας τον Blackmore αποφασίζει να μάθει. Η πρώτη είναι μία του κλασσική του αδερφού του η οποία, όμως, δεν είναι αυτό που θέλει. Το ενδιαφέρον του για τη rock μουσική, τον είχε ήδη οδηγήσει στο να γίνει φίλος με έναν άλλον συνομήλικο του, ο οποίος έπαιζε κιθάρα, και μάλιστα να του πουλήσει την πρώτη του έναντι 5 λιρών. Το όνομα του άλλου κιθαρίστα, ήταν Dave Murray.

Το 1972 ιδρύουν την πρώτη τους μπάντα, τους Evil Ways όπου το δίδυμο μας πέραν από τις κιθάρες, μέσω του Adrian Smith είναι επιφορτισμένο και με τον ρόλο του τραγουδιστή. O John Hoye βρίσκεται στο μπάσο και ο Barry Tyler στα τύμπανα. Αυτό, όμως, δεν ήταν το πρώτο τους όνομα, καθώς το 1971 είχαν «γεννηθεί» ως Stone Free. Μάλιστα υπό αυτό το όνομα είχαν δώσει και μία συναυλία μπροστά σε έξι άτομα με την αμοιβή τους να ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσό των μία coca cola και μία Mars.

► The birth of the Beast

Με τα τόσα μπρος-πίσω στον χρόνο, ίσως σας έχω σπάσει τα νεύρα, όμως, σταματάνε για κάμποση ώρα. Ο Steve Harris έχει μείνει χωρίς μπάντα αφού ποιος θέλει έναν μπασίστα που συνθέτει; Βασικά, θα ήθελα πολύ να δω τις μούρες των Smiler όταν κάποια στιγμή κατάλαβαν ότι έδιωξαν από την μπάντα έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες όλων των εποχών, και ναι, όχι μόνο του σκληρού ήχου, γενικά της μουσικής. Ένα βράδυ βλέπει την ταινία The Man in the Iron Mask και εντυπωσιάζεται από ένα όργανο βασανισμού, τη σιδηρά παρθένα. Αυτό του δίνει την ιδέα να δημιουργήσει μία νέα μπάντα και να της δώσει ένα όνομα εμπνευσμένο από το δημιούργημα του James Whale, τους τότε παντελώς άσημους, Iron Maiden.

Το πρώτο τους line up αποτελείται από τους: Paul Day στη φωνή, Dave Sullivan στη μία κιθάρα, Terry Rance στην έτερη, Ron Rebel στα τύμπανα, και φυσικά τον Captain στο μπάσο. Αυτή η σύνθεση θα διαρκέσει μερικούς μήνες, συγκεκριμένα από τα Χριστούγεννα του 1975 έως το καλοκαίρι του 1976. Στο μεσοδιάστημα, προλαβαίνουν και δίνουν μία συναυλία στο Cart Horses, πριν προχωρήσουν σε μερικές πολύ σημαντικές αλλαγές. Ο Paul Day αντικαθίσταται από τον Dennis Wilcock και λίγο αργότερα έρχεται μία ιστορική, χωρίς υπερβολές, αλλαγή. Ο Wilcok αφού έφυγε από τους Smiler είχε κάνει μία ενδιάμεση στάση στους Warlock, έτσι είχε ακούσει σε μία audition έναν νεαρό κιθαρίστα με το όνομα, Dave Murray.

Iron Maiden 1980 line up

Ούτε αυτή η σύνθεση μακροημερεύει, αφού έχουμε και την αποχώρηση του έτερου κιθαρίστα, με το κενό να καλύπτεται από τον Rob Angelo, ο οποίος στη συνέχεια θα αποτελέσει ιδρυτικό μέλος των Praying Mantis και μπορεί να μην έφτασε ούτε στο studio (σε επίπεδο κυκλοφορίας) με τους Iron Maiden, όμως, είναι ο άνθρωπος που μας χάρισε το "Sanctuary". Μιας και αναφερθήκαμε σε κομμάτια, ήδη οι Βρετανοί έπαιζαν τα πρώτα τους κομμάτια τους, όπως τα "Iron Maiden", "Prowler", "Transylvania, "Innocent Exile" και φυσικά, το "Burning Ambition".

Στο ενδιάμεσο, μία διαφωνία οδηγεί τον Murray εκτός Iron Maiden, όμως, μόνο για ένα εξάμηνο, αφού ο Steve Harris τον βρίσκει σε ένα live με τους Urchin, στους οποίους είχε επιστρέψει, και τον πείθει να μπει ξανά στους Maiden. Το επόμενο διάστημα είναι αρκετά ταραχώδες αναφορικά το line up τους και η μία αλλαγή διαδέχεται την άλλη, άλλωστε ακόμα μιλάμε για εφήβους. Ο Thunderstick που έχει αντικαταστήσει τον Ron Rebel, αποχωρεί, και τη θέση του διαδέχεται για το επόμενα τρία χρόνια ο Doug Sampson, με τον οποίο ο Harris είχε συνυπάρξει και στους Smiler. Μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα αλλαγών, η μπάντα κάποια στιγμή, για λίγο, καταλήγει να έχει και πληκτρά, τον Tony Moore. Στην κιθάρα τώρα, η θέση του Angelo μένει για λίγο ορφανή, μέχρι να την καλύψει για μερικούς μήνες ο Terry Wapram. Και τώρα «δέστε τη ζώνη σας» και πάμε γρήγορα, τον Terry αντικαθιστά για κάποιους μήνες ο Paul Cairns, τον οποίο με τη σειρά του αντικαθιστά για μερικές εβδομάδες ο Paul Todd, o οποίος παραδίδει τη σκυτάλη στον Tony Parsons, που ούτε αυτός μένει πολύ, αφού λίγο αργότερα, η κιθάρα καταλήγει στα χέρια του Stratton.

Στο ενδιάμεσο, ο Wilcock αποχαιρετά του Iron Maiden και έπειτα από αρκετή αναζήτηση, αφού ήθελαν έναν frontman με πολύ εντονότερη σκηνική παρουσία συγκριτικά με τον Dennis, οι Steve Harris, Doug Sampson & Dave Murray καταλήγουν στον τραγουδιστή των Birds of Prey, Paul Di Anno. Οι αλλαγές, όμως, δε σταματούν αφού από το σχήμα αποχωρεί και ο μέχρι τότε drummer για να ενταχθεί στη μπάντα ο αείμνηστος Clive Burr. Ανακεφαλαιώνουμε, βρισκόμαστε στις αρχές του 1980 και οι Iron Maiden αποτελούνται από τους Steve Harris στο μπάσο, Dave Murray & Dennis Stratton στις κιθάρες, τον Paul Di Anno στη φωνή και τον Clive Burr στα τύμπανα. Με αυτή τη σύνθεση μάλιστα, κυκλοφορεί και η πρώτη επίσημη δουλειά της μπάντας, ένα single με τον τίτλο Running Free, αν και στο ένα κομμάτι τα τύμπανα είναι γραμμένα από τον Doug Sampson (Burning Ambition).

Iron Maiden running free cover 1980

►Iron Maiden's gonna get you

Είσαι κάπου ανάμεσα στα 15 με τα 20 και πας στο δισκάδικο της γειτονιάς πάρεις κάποιο album. O man που έχει το κατάστημα σου προτείνει κάτι άσημους Αγγλους πιτσιρικάδες που μόλις έχουν κυκλοφορήσει το πρώτο τους album, το οποίο για εξώφυλλο έχει ένα κακομούτσουνο ζόμπι/σκιάχτρο. Του χρωστάς χάρη γιατί σου είχε φυλάξει κάμποσες κυκλοφορίες μέχρι τότε, επομένως του κάνεις το χατίρι και το αγοράζει. Πας σπίτι και βάζεις το βινύλιο να παίζει και το πρώτο πράγμα που ακούς είναι το εισαγωγικό riff του "Prowler". Πριν σκεφτείς την αντίδρασή σου, σκέψου ότι τότε, κάποιοι θεωρούσαν ότι οι Venom παίζουν κάτι το εξαιρετικό, είπα να κάνω ένα αστείο για να το ελαφρύνουμε.

Επιστρέφουμε στο σοβαρό, δεν είναι πολλές οι μπάντες, βασικά είναι ελάχιστες – μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, που για να αρχίσουν να χτίζουν τον μύθο τους χρειάζονται μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Ο Steve Harris μοιάζει σαν να έχει μουσικά το άγγιγμα του Μίδα, αφού οι συνθέσεις του είναι κάτι πρωτόγνωρο για την τότε μουσική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και το "Phantom of the Opera", ξεκινάμε από το γεγονός ότι είναι από τα πρώτα κομμάτια του τότε νεογνού heavy metal που έχει εμπνευστεί από βιβλίο, το οποίο σε κάποιους σήμερα μπορεί να ακούγεται, όμως, εξηγεί πολλά για τη στόφα του Harris σαν καλλιτέχνης.

«Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο τραγούδι που έγινε σε ενότητες, το μεσαίο μέρος ήταν εντελώς ξεχωριστό αλλά στην πορεία συνειδητοποίησα ότι ταίριαζε απόλυτα στο κομμάτι. Ένιωσα σωστό να ενώσω ένα αργό μουσικά μέρος στο μεσαίο τμήμα. Το Phantom είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχω γράψει ποτέ, και σίγουρα, ένα από τα πιο ευχάριστα να παίξω. Έχει όλες αυτές τις περίπλοκες γραμμές κιθάρας που το κρατούν ενδιαφέρον, έπειτα, υπάρχει το αργό μεσαίο τμήμα που δημιουργεί μία αρκετά καλή διάθεση. Επίσης, διαθέτει γρήγορα & βαριά μέρη που είναι απαραίτητα σε ένα heavy κομμάτι και φυσικά, έχει σημεία που δίνουν τη δυνατότητα και στον κόσμο να συμμετέχει. χώρους για συμμετοχή πλήθους. Καλύπτει λίγο πολύ όλες τις βάσεις της μπάντας, επίσης, είναι ένα καλό παράδειγμα αυτού που ήθελα τότε να περάσω» με αυτόν τον τρόπο περιγράφει ο δημιουργός το πόνημα του, όμως, το Iron Maiden δεν αποτελείται μόνο από δύο κομμάτια. Για παράδειγμα, ένα από τα αγαπημένα μου ever κομμάτια των Iron Maiden είναι το "Remember Tomorrow" και όχι, σε καμία περίπτωση δεν το θεωρώ από τα καλύτερα τους, αλλά είναι από τα τραγούδια που σου μιλάνε στην ψυχούλα.

Κάθομαι τώρα για τις ανάγκες του κειμένου και ξανακούω το album και είναι πραγματικά συγκλονιστικό πόσο άνετα ακούγεται σαράντα χρόνια μετά. Πάρτε για παράδειγμα το "Running Free", ενώ έχει έντονα τα μουσικά στοιχεία της δεκαετίας που προηγήθηκε, συγχρόνως, μέσα σε μόλις τρία λεπτά δείχνει και ποιο είναι το μουσικό μέλλον. Για να μην πούμε για το ομώνυμο, το οποίο δε νομίζω ότι μπορούμε, πλέον, να το «κρίνουμε» αμερόληπτα, αφού και μόνο που ακούμε τη λέξη "Iron Maiden" όλα παίρνουν τον δρόμο τους.

Δεν μπήκα καν στη διαδικασία να ψάξω αν είναι η πρώτη NWOBHM κυκλοφορία, γιατί ακόμα και αν δεν είναι, είναι πρώτο πολύ μεγάλο album του είδους. Θα μου πεις τώρα, «Γιατί ρε μεγάλε, τα έχεις ακούσει όλα;», η απάντηση είναι πως όχι, άλλα κάτι είχε ξεπεράσει τους Iron Maiden, δεν μπορεί, όλο και κάπου θα το είχε πάρει το αυτί μου. Θα αναπτύξω λίγο παραπάνω αυτό που ανέφερα και προηγουμένως σχετικά με τους μουσικούς κόσμους που ενώνει και παράλληλα ανοίγει. Το "Strange World" φερειπείν, πέραν από μία υπέροχη μπαλάντα με ένα solo από αυτά που σε κάνουν να μαζεύεις από το πάτωμα το σαγόνι σου, έχει διακριτά progressive rock στοιχεία. Είναι αρκετά τεράστιο αυτό που πετυχαίνουν αν αναλογιστεί κανείς το εγχείρημα τους, να ενώσουν ιδέες από δύο αντίθετα ρεύματα και από αυτήν την πρόσμιξη να δημιουργήσουν έναν δικό τους, νέο ήχο. Το ότι σημάδεψαν τη μουσική πραγματικότητα για πάντα, εικάζω ότι απλά προέκυψε.

► Their Eyes Burn Holes In Your Back

Εδώ, μοιάζει να ξεπερνάει τις δυνάμεις μου, οπότε απλά θα το πω, «φίλε έφυγε ο Stratton», το είπα, συνεχίζουμε. O Dennis απολύεται από την μπάντα λόγω μουσικών διαφορών, ο ίδιος, όμως, χρόνια αργότερα υποστηρίζει ότι ο Steve Harris & ο Rod Smallwood τον έδιωξαν εξαιτίας της μουσικής που άκουγε, η οποία ήταν «χαλαρή» για να παραμείνει στους Iron Maiden. Προσωπική μου άποψη είναι ότι κάτι τέτοιο μου μοιάζει αρκετά χαζό και αυτό διότι, ο ίδιος αναφέρει μπάντες όπως οι Whitesnake και οι Clash, όμως, μου μοιάζει δύσκολο να σνόμπαρε αυτά τα σχήματα ένας δηλωμένος οπαδός των UFO. Τέλος πάντων, μικρή σημασία έχει και όσο και αν βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τη δουλειά του στον πρώτο δίσκο, όπως και να το κάνουμε, ο αντικαταστάτης του είναι ένας τύπος που θα εξελιχθεί σε world class guitar player και έναν από τους πέντε αγαπημένους, ο λόγος για τον Adrian Smith.

Ο Smith είχε ήδη προσκληθεί να συμμετάσχει στους Iron Maiden από το 1979, αλλά ήθελε να δει που θα τον βγάλει η δική του μπάντα, οι Urchin. Ένα χρόνο αργότερα, με την κτάσταση να μοιάζει απελπιστική στο σχήμα του, δε θα κάνει δεύτερη φορά το ίδιο λάθος και να απορρίψει τους Iron Maiden. Ο νέος κιθαρίστας παρουσιάζεται στο κοινό σε ένα live στο Brunel University στις 21 Νοεμβρίου 1980. ‘Ενα δεκαπενθήμερο αργότερα βρίσκεται στα Battery Studios του Βόρειου Λονδίνου και δουλεύει πάνω στην κυκλοφορία της μπάντας. με τον Smith να ηχογραφεί το νέο τους άλμπουμ. H προσθήκη του στο συγκρότημα σηματοδοτεί και τον σχηματισμό της κλασσικής τους σύνθεσης.

Το Sounds Magazine όταν κυκλοφόρησε το Killers το χαρακτήρισε ως «περισσότερο αποτυχία, παρά θρίαμβος», το οποίο μπορεί να ακούγεται στα όρια του βλακώδους, όμως, πρέπει λίγο να σκεφτούμε ότι αποτελεί ένα album με μεταβατικό ήχο. Με την ασφάλεια του σήμερα, με την έννοια ότι κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, είναι ο δίσκος που φυτεύει τους σπόρους για τη μετέπειτα εκτόξευση των βρετανών. H πρώτη του χτυπητή διαφορά συγκριτικά με τον προκάτοχο του εντοπίζεται στην ένταση και την ταχύτητά του. Παρότι κιθαριστικά δε βρισκόμαστε ούτε καν κοντά στο peak που θα φτάσουν οι Iron Maiden στο μέλλον, το δίδυμο Smith - Murray φαίνεται να λειτουργεί καλύτερα, ενώ ένα συμπέρασμα που έβγαλα ακούγοντας το «σήμερα», είναι ότι το drumming του Clive συχνά υποτιμάται από ανθρώπους της ηλικίας μου, αφού έχοντας πλέον 17 κυκλοφορίες, είναι λογικό να μη μας συνεπαίρνει, ωστόσο, αν σκεφτούμε τι παίζει ο Burr το 1981, δεν είναι και τόσο απλό.

Διαβάστε επίσης: 40 Χρόνια Killers

Ανέφερα πιο πάνω την ένταση και ταχύτητα που το διακρίνουν, αλλά το μεγάλο του όπλο είναι ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων με τη μελωδία και τα prog στοιχεία που συνθετικά διακρίνουν τον Harris. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ομώνυμο κομμάτι, killer riff, μπασογραμμές που jazz-ίζουν και κιθαριστικά solos γεμάτα «αλητεία». Πράγματα που σήμερα θεωρούμε δεδομένα, τότε εμφανίζονται για πρώτη φορά, στην ιστορία της μουσικής. Φυσικά, ακόμα ένα στοιχείο που τότε έδειχνε ότι δεν είχαμε να κάνουμε με μία συνηθισμένη μπάντα είναι το "Murders in the Rue Morgue" εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Poe. Αυτό που το κάνει πραγματικά σπουδαία κυκλοφορία, είναι ότι αν κυκλοφορούσε σήμερα, από μία μπάντα με άλλο όνομα, πιθανώς να μιλάγαμε για δίσκο της δεκαετίας.

► Rise of the Beast

10 Σεπτεμβρίου 1981, ίσως έτσι «ξερά» η ημερομηνία να μη σας λέει απολύτως τίποτα, όμως, πρόκειται για την τελευταία εμφάνιση του Paul Di Anno με τους Iron Maiden. Σε μία συνέντευξη του ο Αγγλος είχε πει, «Είμαι πανκ μουσικός, τραγουδιστής πανκ» και συμπλήρωσε «Αλλά μπορώ να κάνω heavy metal καλύτερα από τους περισσότερους τραγουδιστές του heavy metal». Είναι λίγο αστείο αν το σκεφτείς, γιατί δεν έχει άδικο αλλά ο νέος τραγουδιστής της μπάντας θα είναι κάποιος θα ορίσει το είδος και δικαίως θα θεωρηθεί ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών (που αν με ρωτάτε, έτσι και δεν ήταν ο DIo, η κουβέντα θα σταματούσε σε αυτόν).

«Έφυγα από τους Iron Maiden επειδή πήγαιναν πολύ προς το heavy metal και οι Iron Maiden ήταν – και είναι – μία μηχανή που βγάζει χρήματα, κάτι που εμένα ουδέποτε με ένοιαξε» είχε αναφέρει σε μία συνέντευξη το 2013. «Δεν ήταν για ναρκωτικά, δεν ήταν τίποτα τέτοιο. Αλλά πρέπει να παίρνεις ναρκωτικά όταν είσαι με τους Iron Maiden γιατί είναι πολύ βαρετά. Και τα μόνα φάρμακα ήταν η ασπιρίνη, επειδή ο Steve – είναι ένας πονοκέφαλος.». Από την πλευρά του ο Steve Harris διηγείται λίγο διαφορετικά την ιστορία, «Τα δύο πρώτα άλμπουμ περιείχαν τραγούδια που γράφτηκαν την τετραετία πριν υπογράψουμε, όποτε πιστεύω ότι μάλλον οφείλεται περισσότερο στα κομμάτια, παρά στη φωνή του Paul. Νόμιζα ότι ο Paul είχε πολύ καλή φωνή, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να συνεχίσουμε με τον Paul επειδή δεν ήθελε να κάνει περιοδείες και αυτό δεν επρόκειτο να αλλάξει, άρα έπρεπε να αλλάξουμε εμείς.».

«Λοιπόν, την πρώτη φορά που είδα το συγκρότημα, ήμουν σε ένα άλλο συγκρότημα, που λεγόταν Samson. Όλοι παίζαμε στην ίδια σκηνή, στα ίδια κλαμπ και τέτοια πράγματα. Είχα ακούσει πολλά για τους Iron Maiden αλλά στην πραγματικότητα δεν τους είχα δει ποτέ μου. Έτσι, ένα βράδυ, παίζαμε σε αυτό το κλαμπ στο Λονδίνο, όπου περιέργως εμείς ήμασταν οι headliners και οι Iron Maiden ήταν οι special guests. Όλα αυτά συμβαίνουν κανά χρόνο πριν αρχίσουν να ψάχνουν τραγουδιστή, εγώ όταν τους είδα μου θύμισαν όλους τους παιδικούς μου ήρωες, επομένως τους αγάπησα κατευθείαν.
Ένα χρόνο πριν, ο drummer μας είχε φύγει και είχε πάει σε αυτούς. Επίσης, όταν εκείνοι ηχογραφούσαν το "Killers" βρισκόμασταν και εμείς στο ίδιο studio, οπότε είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε. Όταν λοιπόν αποφάσισαν να αλλάξουν τραγουδιστή, με πλησίασαν με το Reading Festival.
Σε μία εμφάνιση μου με τους Samson, με παρακολουθούσαν τόσο ο manager όσο και ο Steve. Μόλις τελειώνω, με καλούν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και με ρωτούν αν θέλω να κάνω audition για τη θέση του τραγουδιστή. Εγώ τότε ήμουν 19 χρονών και ένιωθα ατρόμητος, όποτε του είπα ότι μπορεί να μου δίνει τη δυνατότητα για audition αλλά ξέραμε και οι δύο ότι θα πάρω τη δουλειά.
Συνέχισα λέγοντας του ότι εγώ δε θα γίνω σαν τον άλλον, εγώ θα κάνω τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο και τους δικούς μου κανόνες. Αν δεν είσαι σύμφωνος με αυτό, μου το λες και φεύγω από τώρα.
Πράγματι έκανα την audition, είπα μερικά κομμάτια των Iron Maiden και μετά συνεχίσαμε παίζοντας τραγούδια που άρεσαν σε όλους μας. Όταν τελείωσα, βγήκαμε έξω από το studio, δώσαμε τα χέρια και πήγαμε αν θυμάμαι καλά σε μία συναυλία των UFO όλοι μαζί. Αυτό ήταν, ήμουν ο νέος τραγουδιστής των Iron Maiden
.
».

Φαντάζομαι ότι δε χρειάζεται να σας πω το όνομα του αλλά όλα τα παραπάνω τα διηγείται ο Bruce Dickinson όταν θυμάται πως ξεκίνησε η δουλειά του στους Iron Maiden. Επομένως, πλέον η μπάντα αποτελείται από τους Steve Harris στο μπάσο, Adrian Smith και Dave Maurray στις κιθάρες, τον Clive Burr στα τύμπανα και φυσικά, τον Bruce Dickinson στη φωνή. Επομένως, με αυτό το line up η μπάντα ετοιμάζεται πυρετωδώς για το επόμενο βήμα της που πριν το αναλύσουμε, αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω σε αυτή την πρόσληψη. Δεν ήταν μόνο αυτές καθ’ αυτές οι τρομακτικές φωνητικές ικανότητες του Bruce που τους εκτόξευσαν αλλά το ταίριασμα τους με τις συνθετικές ιδέες του Harris. Για το υλικό που έβγαλαν από εκεί και μετά υπάρχουν λίγα να πει κανείς, μιλάμε για ένα σερί κυκλοφοριών ανεπανάληπτο στα μουσικά χρονικά, όμως, και ο τρόπος με τον οποίο ανέδειξε το υπάρχον υλικό τότε, φανερώνει ότι αυτό το «πάντρεμα» μοιάζει σαν να ήταν προδιαγεγραμμένο από κάποια ανώτερη δύναμη. Θυμηθείτε λίγο το Ed Hunter του 1999 και ακούστε το "Wrathchild" εκτελεσμένο από τον Dickinson. Στη συνέχεια βάλτε το δίπλα-δίπλα με την εκδοχή του Di Anno, δεν είναι μόνο οι φωνητικές ικανότητές του στις οποίες υπερτερεί, είναι και ο τρόπος με τον οποίο ερμηνευτικά δένει όλα τα στοιχεία. Θα έλεγε κάποιος ότι μοιάζει σαν ο Steve Harris όταν συνέθετε να άκουγε στο μυαλό του τη φωνή του Dickinson.

► The Number of the Beast

Επιχειρώντας να ιχνηλατήσεις την ιστορία σπουδαίων καλλιτεχνών, θα βρεις στιγμές -σημεία-κλειδιά αν θέλετε- που καθόρισαν τα πάντα, οριστικά και αμετάκλητα. Αυτή η στιγμή για τους Iron Maiden ήταν to 1981, όταν η μπάντα επέλεξε τον Bruce Dickinson (τότε vocalist των Samson) για αντικαταστάτη του Paul Di’Anno. Σε εκείνο το σημείο τα πράγματα για το heavy metal άλλαξαν για πάντα, προς το καλύτερο. Και τα σκαλοπάτια που είχαν μπροστά τους οι Maiden, μετατράπηκαν σε κυλιόμενη σκάλα με τέρμα την κορυφή του κόσμου. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μπήκε η σφραγίδα στο ισόβιο συμβόλαιο της επιτυχίας

Μια σφραγίδα την οποία η θρησκοληψία θα χαρακτήριζε σφραγίδα του Σατανά, έμελλε να είναι και η έμπρακτη «σφραγίδα» των Iron Maiden στο συμφωνητικό με το οποίο υπέγραφαν τη συμφωνία τους με τη δόξα. Ο τίτλος αυτού του συμβολαίου: The Number of the Beast. Με τον Dickinson να μπει σχεδόν αμέσως στο studio, οι Maiden γράφουν επί δυο μήνες και ηχογραφούν. Στις 22 Μαρτίου του 1982, στα racks των δισκάδικων εμφανίζεται ο Eddie με παρέα του έναν δαίμονα ο οποίος κραδαίνει μικρόφωνο αντί τρίαινας, και τρυπάει την οροφή του heavy metal ταβανιού, ισοπεδώνοντάς τη.

Με το Run To The Hills να αποτελεί το πρώτο διαπιστευτήριο πως ο Dickinson είναι μια από τις κορυφαίες φωνές στην ανθρώπινη ιστορία, το album ήταν «καταδικασμένο» να αλλάξει τα πάντα. Και το έπραξε with a big bang. Δεν υπάρχει στιγμή που να μπορείς να πεις «αυτό αν δεν ήταν εδώ, θα ήταν καλύτερο». Δεν υπάρχουν μπάντες που να μην έλαβαν την τελική κατευθυντήριο πριν εκτοξευθούν σε φήμη, που να μην αναγνωρίζουν πως μιλάμε για ένα από τα σημανικότερα albums στην ιστορία της μουσικής γενικά. Iron Maiden… hallowed be thy name!

Κώστας

► Piece Of Mind 

Σε μια ιδεατή συνθήκη όπου κάθε νέο παιδί που θα τον έξυνε ο κώλος του να ασχοληθεί με το heavy metal, θα ερχόταν να με ρωτήσει τι να ακούσει πρώτα, ο ένας από τους 5 δίσκους που θα πρότεινα θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη το Piece of Mind. Για τους άλλους τέσσερεις, προφανώς και δεν είναι της παρούσης να αναφερθούμε, όπως επίσης δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε διεξοδικά τα τι και τα πώς του εν λόγω άλμπουμ.

Θες τα τύμπανα του νεοαποκτηθέντα McBrain που σε πιάνουν από το λαιμό με το καλημέρα, θες τα φωνητικά του Bruce που έχουν ήδη ωριμάσει σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη δουλειά, θες οι trademark μπασογραμμές του αρχηγού, θες οι καθαρές (πια) κιθάρες, θες ο ήχος συνολικά που έφυγε οριστικά από το "κάτι σαν πανκ- κάτι σαν heavy metal" των δύο πρώτων long play (και του μεταβατικού Number of the Beast), και αρχίζει να διαμορφώνεται ως ο ήχος αυτός με τον οποίο θα πορευτούμε τα επόμενα 40 more or less χρόνια, αυτό είναι (και εκφράζω καθαρά προσωπική άποψη) το σημαντικότερο άλμπουμ της (ίσως) σημαντικότερης μπάντας στην ιστορία της μουσικής που μας παλάβωσε από παιδιά, και ως τέτοιο θα το εκτιμήσουμε, θα το σεβαστούμε, και θα το τοποθετήσουμε στο άτυπο βάθρο των μνημείων του σκληρού ήχου.

Στο κάτω κάτω της γραφής, άσε τα "Where Eagles Dares", άσε τα "Flight of Icarus", άσε τα "Revelations" ή τα "Die With your boots on", το άλμπουμ αυτό έχει μέσα το "Trooper". Που δε μας φαίνεται, και ίσως δε μας συγκινεί μετά από 45 εκατομμύρια ακροάσεις, αλλά θυμάσαι την πρώτη φορά;

Νίκος "Prowler" Πασσαλής

► Powerslave

Θα σας πάω πίσω, στο όχι και τόσο μακρινό 1998. Βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών και απολάμβανα τις χαρές του δεύτερου διαλείμματος όταν ένας φίλος με πλησίασε μειδιώντας και μου ανακοίνωσε συνωμοτικά «έχω το Powerslave».

Εδώ αναγκαστικά θα κάνω μια μικρή παρένθεση για να ενημερώσω τους νεότερους πως τω καιρώ εκείνω δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι θα ακούσεις ένα μουσικό άλμπουμ όταν το ήθελες. Το να βρεις λοιπόν κάποιον να σου το δώσει έστω και για να το αντιγράψεις, πολλές φορές ήταν ισοδύναμο με την ευθυγράμμιση δεκαεπτά πλανητών και είκοσι αστερισμών!

Το ραντεβού συμφωνήθηκε λίγο μετά το σχόλασμα, η κασέτα τοποθετήθηκε, πατήσαμε το play και μετά τις λιγοστές στιγμές που πήρε στο κασετόφωνο για να κάνει τη δουλειά για την οποία σχεδιάστηκε, η εισαγωγή του ACES HIGH γέμισε το κεφάλι μας! Ω ΘΕΟΙ ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ!

Τα κομμάτια διαδέχονταν το ένα το άλλο και μόνο κοιταζόμασταν, δε μιλούσε κανείς για την επόμενη σχεδόν μία ώρα, ενώ η μόνη-ταυτόχρονη-κίνηση που έγινε ήταν για να αλλάξουμε πλευρά όταν χρειάστηκε. Κάτι απόλυτα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για ένα δίσκο που έχει 4 από τα καλύτερα κομμάτια (5 για μένα, το Flash of The Blade είναι ένα underrated μικρό έπος και πάντα ήθελα να το πω) που έγραψαν ποτέ οι Iron Maiden, συνεπώς μιλάμε για 4 από τα καλύτερα κομμάτια του γνωστού σύμπαντος!

Κλείνοντας, θα παραθέσω το πιο ανατριχιαστικό σημείο όλου του δίσκου κατ’ εμέ και θα πάω να βάλω μια μπύρα, να πατήσω ξανά το κουμπί με το βελάκι, σε cd player αυτή τη φορά, ελπίζοντας να μεταφερθώ για μια ακόμα φορά στα εφηβικά δωμάτια της Αθήνας της δεκαετίας του 1990.

One after one by the star dogged moon
Too quick for groan or sigh
Each turned his face with a ghastly pang
And cursed me with his eye
Four times fifty living men
(And I heard nor sigh nor groan)
With heavy thump, a lifeless lump
They dropped down one by one

Ανδέας Ταβερνάρης

► Somewhere in Time

Αυτό που μου συμβαίνει με τους Iron Maiden δεν έχει εξήγηση, θυμάμαι οτιδήποτε τους αφορά σχετικά με τη ζωή μου. Δηλαδή, θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη τους κυκλοφορία που αγόρασα, το single του "Wicker Man", πότε τους είδα πρώτη φορά, πόσες φορές τους έχω δει συνολικά, που τους έχω δει και αν σκεφτεί κάποιος ότι δε θυμάμαι ούτε τι δίσκους αγόρασα το τελευταίο το τρίμηνο, ούτε πόσα live έχω δει, θα το έλεγες και μεγάλο πράγμα.

Ο πιτσιρκοευατός μου, θυμάμαι ότι είχε ξενερώσει λίγο όταν αγόρασε το Somewhere in Time. Δεν υπήρχε τότε internet, δεν ήξερα σε ποιους δίσκους ήταν τα hits – ή για να το πω πιο σωστά, τα κομμάτια που τότε ήξερα – και ότι η εν λόγω κυκλοφορία ήταν η μοναδική τους που είχε το δισκαδικό, ήταν για μένα ένα πλήγμα. Είχα ήδη αρχίσει να φτιάχνω τη συλλογή μου οπότε θεωρούσα ανήκουστο να μην έχω ένα album των κυρίων και έλαχε να είναι αυτό.

Για να μην τα πολυλογώ – είπε σε ένα κείμενο μερικών χιλιάδων λέξεων – πάω σπίτι, ίσως και με τον Νίκο, και το βάζω να παίξει. Σήμερα, μπορεί να μη σας κάνει εντύπωση αλλά σκεφτείτε πώς ήχησε στα αυτιά ενός δεκατριάχρονου το "Wasted years". Ήμουν και απροετοίμαστος για κάτι, όχι ότι θεωρώ πως υπάρχει τρόπος να προετοιμαστείς όταν πρόκειται να ακούσεις έναν από τους ύμνους των Iron Maiden για πρώτη φορά στη ζωή σου. Ακούγοντας όλο το album διερωτήθηκα το εξής, «Αυτοί οι τύποι, εκτός από κομματάρες, μπορούν να γράψουν κάτι άλλο;», ήμουν μικρός τότε και δεν είχα την απάντηση, σήμερα, εικοσιτρία χρόνια μετά μπορώ να μου απαντήσω, «Oχι Γιώργο μου, δεν μπορούν».

► Seventh Son Of A Seventh Son

7ο album για τους Iron Maiden με μεγάλη, περίεργη και πειραματική ιστορία, αφού, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν είχαν καμία ιδέα του τι να γράψουν. Ο Steve Harris, όμως, διάβασε το "Seventh Son" του Orson Scott Card και γέμισε έμπνευση από την ιστορία μίας μυστικιστικής φιγούρας με διάφορες μεταφυσικές ιδιότητες. Σήμανε όμως και την αναθέρμανση της σχέσης του Harris με τον Bruce Dickinson, αφού οι δύο τους είχαν τους μεγαλύτερους ρόλους σε συνθέσεις και στιχουργικό concept. Πρώτη φορά με synth ήχους και effects από πλήκτρα, μετά τον κιθαριστικό πειραματισμό του "Somewhere In Time", με μερικές progressive rock δόσεις, έφτιαξαν έναν δίσκο – ορόσημο για την πορεία τους για τους περισσότερους fans τους, γεμάτο πολύ σημαντικά tracks όπως το ομώνυμο "Seventh Son Of A Seventh Son", το "The Clairvoyant", του πρώτου track που ξεκίνησαν να γράφουν, το "Can I Play With Madness?" και το "The Evil That Men Do", μεταξύ άλλων. Επίσης σημαντική στιγμή ήταν το supporting tour τους, αφού θα ήταν το τελευταίο με την συμμετοχή του Adrian Smith, μέχρι την επιστροφή του το 1999.

Γιώργος Γαζής

Iron Maiden Seveth Son of A Seventh Son line Up

Συνεχίζεται...

 

Τελευταία