Αρχική EVENTSΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣGodspeed You! Black Emperor 15/07/2022 @Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Godspeed You! Black Emperor 15/07/2022 @Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Cover Photo: Γιώργος Γαζής / Φωτογραφίες: Μάνος Καλαφατέλης

Η Παρασκευή για πολλούς σήμαινε metal, οι περισσότεροι ήταν εκεί, για αρκετούς από εμάς όμως ήταν η ημέρα των Godspeed You! Black Emperor και Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα πολύ καιρό αυτή τη βραδιά, ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπα τους Καναδούς και στο συγκεκριμένο χώρο, ήμουν σίγουρος ότι θα ζούσαμε κάτι πολύ ξεχωριστό.

Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ανηφόρισα προς την είσοδο και ο κόσμος ήταν πολύ περισσότερος και πολύ πιο μαυροφορεμένος από ότι περίμενα, και όπως περιμέναμε κ τα λέγαμε με διάφορους γνωστούς και φίλους, ακούστηκε μία ανακοίνωση που μας είπε ότι θα η έναρξη θα καθυστερήσει περίπου 20 λεπτά, λόγω του ότι θα υπάρξει προβολή visual υλικού και χρειάζεται απόλυτο σκοτάδι. Ξεκινάμε λοιπόν να πάμε προς τις θέσεις μας, με το συναίσθημα του δέους που σε πιάνει μόλις μπαίνεις μέσα στο Ηρώδειο να είναι κάθε φορά το ίδιο έντονο. Γύρω στις 21:30, τα φώτα κλείνουν τελείως κ πέφτει ξαφνικά μία απόλυτη σιγή. Μία σταθερή νότα ξεκινάει να ακούγεται κ ένα αχνό φως φωτίζει τα όργανα τους, αλλά σιγά σιγά χαμηλώνει. Λίγο αργότερα ανεβαίνουν στη σκηνή, καταχειροκροτούμενοι, ο Thierry Amar και η Sophie Trudeau, στο μπάσο/κοντραμπάσο και στο βιολί αντίστοιχα, δίνοντας μερικές ακόμα νότες. Η προβολή πίσω τους ξεκίνησε με μία εικόνα που θύμιζε χαλασμένο VCR και, μαζί με την είσοδο των υπόλοιπων Mauro Pezzente στο δεύτερο μπάσο, τους Efrim Menuck, Mike Moya, David Bryant στις κιθάρες και τους Aidan Girt και Timothy Herzog να αλλάζουν ρόλο σε τύμπανα και κρουστά, η αρχή έγινε επίσημα. Μέσα από τον drone αυτοσχεδιασμό του Hope, έβαλαν πάρα πολύ όμορφα το Jobs Lament και κάπου εδώ άρχισα να χάνομαι. Ο τρόπος που «ανέβαζαν» τις δυναμικές τους, προσθέτοντας «στρώσεις» ήχων κυρίως με τις πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κιθάρες, τα 2 μπάσα που είχαν «μοιράσει» πολύ έξυπνα και σωστά τα μέρη και τις συχνότητές τους και το βιολί, που έπαιρνε συχνά πιο πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά χωρίς να «κλέβει» ούτε στιγμή την παράσταση από κανέναν, ήταν κάτι που σε ταξίδευε τόσο έντονα που σχεδόν έβγαινες από το σώμα σου. O ήχος ήταν εξωπραγματικά καθαρός και στην ακριβώς σωστή ένταση και το First Of The Last Glaciers που ακολούθησε με πήγε σε τελείως διαφορετικά μέρη. Οι abstract προβολές των Karl Lemieux και Philip Leonard σε μία αισθητική παλιού κινηματογράφου ήταν απόλυτα ταιριαστές και δεν σε άφηναν να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της, καθώς ήταν η μία, και δυνατότερη, πηγή φωτός σε όλο το θέατρο. Με τα μάτια σου να εστιάζουν σε αυτές τις εικόνες, ο συνδυασμός με την τόσο αυθόρμητα, φυσικά παιγμένη και δοσμένη μουσική, ήταν πραγματικά σαν να βρίσκεσαι σε ένα συνεχόμενο όνειρο, περνώντας συνεχώς από όλα τα συναισθήματα, χαρά, αγωνία, νοσταλγία, λύπη, δυσφορία, συγκίνηση, χωρίς να υπάρχει σιγουριά αν κοιμάσαι ακόμα ή είσαι ξύπνιος. Οι μοναδικές στιγμές προσγείωσης στην πραγματικότητα ήταν το ασταμάτητο χειροκρότημα στις πολύ μικρές, κενές στιγμές κουρδίσματος ανάμεσα στα κομμάτια τους.

Η συνέχεια ήταν ακριβώς ίδια και ακριβώς στα ίδια επίπεδα έντασης και αμφισβήτησης πραγματικότητας. Τα πολύ έντονο, ολόκληρο Bosses Hang, το φοβερά εσωτερικό και ευαίσθητο Cliffs Gaze με τις πανέμορφες μελωδίες βιολιού και κιθαρών να διαδέχονται η μία την άλλη, η χρήση του κοντραμπάσου ως bass synth, αργότερα το περίεργο ντουέτο μπάσων με τις «διαφωνίες» που μαγικά μετέτρεπαν σε μουσική στο Μoya, τα τύμπανα και κρουστά άλλοτε παιγμένα στον ρόλο τους, κρατώντας ρυθμό, άλλοτε παιγμένα ως synths που γέμιζαν τις κενές συχνότητες, συνέθεταν κάτι παραπάνω από μία μπάντα που έπαιζε την μουσική της live. Το κλείσιμο τους έγινε με μία σύνθεση που ονομάζουν BBF3, με την προβολή να δείχνει ένα δέντρο σε μία ασταμάτητη λούπα, με το φιλμ να καίγεται σιγά σιγά, σημαίνοντας την έξοδο των μουσικών, μέσα σε ένα χαμό χειροκροτημάτων που δεν σταμάταγε με τίποτα, έως ότου βγήκαν ξανά τρεις από αυτούς, κλείνοντας σταδιακά τα πετάλια και τους ενισχυτές τους.

Ομολογώ ότι ήξερα ότι θα δυσκολευτώ με αυτό το κείμενο και την μετάφραση αυτής της νύχτας σε λόγια. Η σύνδεση των μουσικών ήταν τόσο δυνατή, κάτι που έκανε την μουσική τους να ακούγεται τελείως αυθόρμητη, τελείως ωμή και άμεση, κάνοντας μας να πιστέψουμε ότι ήμασταν μαζί τους στη σκηνή, ότι ακούσαμε τα πάντα με τα αυτιά τους, ότι νοιώσαμε τα πάντα μαζί τους. Ο ιστορικά επιβλητικός χώρος του Ηρωδείου, η έλλειψη φωτός που έφερε πιο κοντά από ποτέ μουσικούς και κοινό, οι φανταστικές προβολές που ήταν η κόλλα που συνέδεε τα πάντα μεταξύ τους, έκαναν αυτή τη βραδιά τόσο μοναδική, που με το που βγήκα από το θέατρο αναρωτιόμουν πότε θα ξαναζήσω κάτι τέτοιο. Γιατί ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μία συναυλία. Ήταν μία μουσική εμπειρία που όσοι καταφέραμε και βρεθήκαμε, ήμασταν πολύ τυχεροί που ήμασταν εκεί.

Τελευταία