Rush. . . hour

Επιμέλεια: Ανδρέας Κωνσταντινίδης Κυπραίος, Λουκάς Κάκος, και Ανδρέας Ταβερνάρης

A Working Man Begins To Work: Οι Πρώτες Μέρες

Κάποια στιγμή, ο Geddy Lee είχε πει ότι οι Rush ήθελαν να γίνουν «η μικρότερη συμφωνική ορχήστρα του κόσμου». Πολύ πριν από αυτό έπρεπε να μπουν οι βάσεις. Και όλα ξεκίνησαν πριν από 46 χρόνια σε μία εκκλησία στο Οντάριο…

Ήταν Σεπτέμβρης του 1968, όταν οι 15χρονοι Gary Lee Weinrib (Geddy Lee) στο μπάσο και τα φωνητικά, Aleksander Zivojinovic (Alex Lifeson) στην κιθάρα και John Rutsey στα τύμπανα, ανέβαιναν για πρώτη φορά στην σκηνή. Μη φανταστεί κανείς τίποτα λαμπερό. Μιλάμε για μία σκηνή στημένη σε υπόγειο εκκλησίας στο Οντάριο, η οποία χωρίς να το ξέρει, ουσιαστικά φιλοξενούσε τις πρώτες official στιγμές μίας από τις μεγαλύτερες prog μπάντες του πλανήτη. Που δεν έπαιζε καν prog.

Guitarist of the band Rush, Geddy Lee, posing with his large collection of guitars

Τρία χρόνια αργότερα, θα δουν την τύχη να τους χαμογελάει για τα καλά. Το όριο ηλικίας στην καναδική πολιτεία για την κατανάλωση αλκοόλ, θα πέσει στα 18 χρόνια και θα τους επιτρέψει να παίξουν για πρώτη φορά στα νυχτερινά clubs του Τορόντο. Ο αδερφός του Rutsey, Bill, έχει ήδη βαφτίσει την μπάντα Rush και το heavy blues rock της θα γίνει αποδεκτό με θέρμη από το κοινό. Πολύ σύντομα, το γκρουπ φτάνει να παίζει 6 βράδια την εβδομάδα, ενώ παράλληλα ξεκινά να συνθέτει και δικό του υλικό.

Finding My Way

Όλα αυτά, υπό την επίβλεψη του Ray Daniels, ο οποίος έχει αναλάβει χρέη μάνατζερ, αλλά αδυνατεί να πείσει οποιαδήποτε δισκογραφική εταιρεία να υπογράψει τους άγνωστους νεαρούς. «Δεν υπήρχε καμία δισκογραφική εταιρεία εδώ. Ό,τι υπήρχε ήταν στην πραγματικότητα μικρά μαγαζιά. Έπρεπε να καταφέρεις συμφωνία με αμερικάνικη εταιρεία, αν ήθελες να πετύχεις κάτι» θυμάται ο Lifeson.

Ο Daniels όμως δεν το έβαλε κάτω. Έφτιαξε το δικό του «label», το ονόμασε Moon Records και το συγκρότημα ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις στο Τορόντο, σε μεταμεσονύκτιες ώρες, προκειμένου να μειώσει το κόστος ενοικίασης των Sound Studios. Η πρώτη απόπειρα ήταν η διασκευή του "Not Fade Away" του Buddy Holly, το οποίο κυκλοφόρησε σαν single το 1973, έχοντας ως B-Side το πρωτότυπο "You Can’t Fight It". Η δουλειά, ωστόσο, του Dave Stock, δεν άφησε καθόλου ικανοποιημένο το γκρουπ, που αποφάσισε να πάρει την τύχη της παραγωγής του υπόλοιπου άλμπουμ στα χέρια του.

Guitarist of the band Rush, Alex Lifeson, performing live

Ο Rutsey, που ήταν και ο βασικός στιχουργός, κατά την περίοδο της δημιουργίας του άλμπουμ έλεγε ξανά και ξανά στους Lee και Lifeson ότι δεν ήταν ικανοποιημένος με ό,τι έγραφε, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα πολλά τελειωμένα κομμάτια να μη βρουν ποτέ τον δρόμο τους στο δίσκο. Ο χρόνος όμως πίεζε, αφού έμεναν χρήματα για μόνο δύο ακόμη μέρες στο στούντιο. «Έπρεπε να καθίσω και να γράψω τους στίχους και να τους τραγουδήσω, σχεδόν τη στιγμή που γράφονταν» εξηγεί ο Lee. Η αίσθηση της αβεβαιότητας που επικρατούσε βρήκε στιχουργική αντανάκλαση στο Finding My Way, που έμελλε να ανοίξει τον δίσκο. Με χείρα βοηθείας από τον Terry Brown, αλλά και τον ίδιο τον Daniels, οι Rush καταφέρνουν να κυκλοφορήσουν το ομώνυμο ντεμπούτο τους το 1974, αλλά το μόνο που πετυχαίνουν αρχικά, είναι να αποκτήσουν κάποια φήμη σε τοπική κλίμακα.

In the Mood

Όταν το άλμπουμ φτάνει στα χέρια της Donna Halper, DJ στο WMMS, ραδιοφωνικό σταθμό του Κλίβελαντ. Εκείνη επιλέγει το "Working Man" για την καθιερωμένη της playlist και όλα αλλάζουν... «Ήμουν στο γραφείο μου και άκουγα καινούργια μουσική. Προσπαθούσαμε να αποφασίσουμε τι θα παίξουμε εκείνη την εβδομάδα. Ξαφνικά μου έρχεται εκείνο το πράγμα από τον Καναδά. Θυμάμαι να βάζω τη βελόνα στο βινύλιο στο σημείο που ξεκινούσε το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου. Εκείνη την εποχή στη ροκ μουσική έψαχνες αυτά τα κομμάτια που λέγαμε ‘’κομμάτια για το μπάνιο’’. Αν έπρεπε να πας στο μπάνιο, ο δίσκος δεν θα τελείωνε. Αρχίζω να ακούω το κομμάτι και αμέσως σκέφτομαι “Θεέ μου, αυτό είναι τέλειο άλμπουμ για το Κλίβελαντ”. Τότε ήταν μία πόλη γεμάτη εργοστάσια. Με το Working Man, κάθε άνθρωπος στο κοινό μας μπορούσε να ταυτιστεί» θυμάται η Halper. «'Aρχισαν αμέσως να χτυπάνε τα τηλέφωνα. Μας ρωτούσαν “Πότε βγαίνει το καινούργιο Led Zeppelin;”. Έπρεπε να τους εξηγήσουμε ότι δεν ήταν το νέο Zeppelin, αλλά μία μπάντα από τον Καναδά, οι Rush. Αμέσως μας ρωτούσαν που μπορούν να βρουν το δίσκο. Είχαν ήδη αποκτήσει οπαδούς».

Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, το ομώνυμο LP των Rush, θα βρει το δρόμο του για την πόλη των ανέμων και τα γραφεία της Mercury Records, όπου θα το κρατήσει για πρώτη φορά στα χέρια του ο Cliff Burnstein. «Θυμάμαι μία Δευτέρα πρωί τον Ιούνιο του ’74. Δούλευα για τη Mercury Records, στο Σικάγο. Και πάνω στο γραφείο μου υπήρχε ένα άλμπουμ. Ήταν το πρώτο άλμπουμ από μία καναδική μπάντα, ονόματι Rush, που μαθαίνω πως ήδη πουλάει αντίτυπα στο Κλίβελαντ και ψάχνει για συμβόλαιο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο άνθρωπος που θα έπρεπε να το ακούσει κανονικά, δεν ήταν εκεί. Οπότε το έφεραν σε εμένα, τον λιγότερο κατάλληλο για αυτή την απόφαση. Έβαλα τον δίσκο να παίξει και με συνεπήρε. Σήκωσα αμέσως το τηλέφωνο και ζήτησα τον πρόεδρο της εταιρείας. “Πρέπει να υπογράψουμε αυτό το συγκρότημα” του είπα. Μέσα σε οκτώ ώρες είχαμε ήδη υπογράψει».

Before and After

Όλα είχαν πλέον δρομολογηθεί. Το δισκογραφικό ντεμπούτο των Καναδών έφτανε στα ράφια των δισκοπωλείων την 1η Μαρτίου του 1974 και πλέον θα καταστρώνονταν τα σχέδια για την επερχόμενη περιοδεία στις ΗΠΑ. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο έδειχναν. «Από εκεί που αναζητούσαμε μία συμφωνία, βρεθήκαμε να παίρνουμε προκαταβολές, να αγοράζουμε εξοπλισμό. Όλα γίνονταν πάρα πολύ γρήγορα» λέει ο Lifeson για την πυρετώδη προετοιμασία που ακολούθησε, πριν αναφερθεί στο πρόβλημα που προέκυπτε πλέον: «Ένιωθα ότι ο John δεν αισθανόταν πραγματικά άνετα με ότι συνέβαινε. Φυσικά και είχαμε μιλήσει για τις προτιμήσεις μας μουσικά και ήταν σαφώς ένας πιο straight hard rock άνθρωπος. Του άρεσαν μπάντες όπως οι Bad Company, ενώ εγώ και ο Geddy προτιμούσαμε τους Yes, τους Genesis και τους Pink Floyd. Τα πράγματα όμως ξαφνικά γύριζαν σελίδα για όλους μας».

Cover of the debut album by band Rush, called Rush

Δεν ήταν όμως μόνο οι μουσικές διαφορές… «Ο John δεν ήταν ένας υγιής νέος. Έπασχε από διαβήτη. Φυσικά, όπως κάθε έφηβος, του άρεσαν οι καταχρήσεις και ειδικά το ποτό. Αλλά δεν φρόντιζε τον εαυτό του. Συνάντησα τον Geddy και τον Alex και τους εξήγησα ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με τον John, για το καλό της υγείας του. Αν τον παίρναμε μαζί μας στην περιοδεία, θα επέστρεφε σπίτι σε κουτί…» εξηγεί ο Vic Wilson, που εκτελούσε πλέον χρέη μάνατζερ για το γκρουπ. «Το συζήτησα και με τον John. Φυσικά και πληγώθηκε, αλλά έδειξε να καταλαβαίνει. Δεν λέει κανείς ότι δεν έκανε τη δουλειά του σωστά. Δεν είχε να κάνει με την ικανότητά του σαν ντράμερ. Έφυγε για λόγους υγείας».

Ο Rutsey πραγματοποίησε την τελευταία του ζωντανή εμφάνιση με την μπάντα στις 25 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, στο Centennial Hall, στο Οντάριο. Η αποχώρησή του όμως δεν έλυνε το πρόβλημα που είχε ανακύψει. Η θέση του ανθρώπου πίσω από τα τύμπανα ήταν πλέον κενή. «Είχαμε αμερικάνικο συμβόλαιο. Θα ταξιδεύαμε στην Αμερική. Είχαμε λιγότερο από έναν μήνα να βρούμε νέο ντράμερ και να τον φέρουμε σε ετοιμότητα για το τουρ» επισημαίνει ο Lifeson.

Working Man

«Εργαζόμουν στο ταμείο, στο συνεργείο αυτοκινήτων του πατέρα μου και μία κόκκινη Corvette σταμάτησε έξω από το μαγαζί» διηγείται ο άνθρωπος που έμελλε να λύσει το πρόβλημα, ο οποίος άκουγε στο όνομα Neil Peart. «Ξέρετε, μία Corvette δεν εμφανίζεται έτσι εύκολα έξω από ένα τοπικό συνεργείο. Ήρθαν κάποιοι να ρωτήσουν αν μπορούν να μιλήσουν με τον Neil και να τον πάνε για φαγητό. Ο Neil μου εξήγησε ότι αυτοί ήταν οι μάνατζερς των Rush και πως τον θέλουν για οντισιόν. Μου είπε ότι δεν ήξερε τι να κάνει. Του απάντησα πως πρώτα πρέπει να μιλήσει με τη μητέρα του, αλλά του είπα επίσης πως αυτό είναι το πάθος σου. Αυτό θέλεις να κάνεις στη ζωή σου. Το συνεργείο δεν θα πάει πουθενά. Κυνήγησε το όνειρό σου» συμπληρώνει ο πατέρας Peart.

Back side of the debut album by the band Rush, called Rush

Μετά και την πατρική παρακίνηση, ο Neil φόρτωσε τα τύμπανά του στο αυτοκίνητο της μητέρας του και οδήγησε μέχρι το στούντιο, όπου τον περίμεναν οι δύο άνθρωποι με τους οποίους έμελλε να συνεργαστεί για το υπόλοιπο της ζωής του.

«Βγαίνει από το αυτοκίνητο ένας περίεργος τύπος, με κοντά μαλλιά. Σκέφτομαι, αυτός δεν είναι αρκετά cool για να είναι σε αυτήν την μπάντα» θυμάται ο Lifeson. «Και τότε αρχίζει να χτυπάει τα drums. Έπαιζε σαν τον Keith Moon και τον John Bonham ταυτόχρονα!». «Με συνεπήρε το παίξιμό του από την πρώτη στιγμή. Ήταν τόσο καλός» εξηγεί ο Lee. Η πρώτη εντύπωση είχε κερδηθεί και ταυτόχρονα, οι Rush είχαν νέο ντράμερ.

Όσο για τον ίδιο; «Ήταν σαν να έχει έρθει ανεμοστρόβιλος και να έχει χτυπήσει τη ζωή μου. Είχαμε δύο εβδομάδες να προετοιμαστούμε. Έπρεπε να μάθω κομμάτια που δεν είχα ακούσει ποτέ πριν και να “δέσουμε” μεταξύ μας όσο περισσότερο μπορούσαμε. Η πρώτη μας εμφάνιση θα ήταν μπροστά σε 11 χιλιάδες κόσμο. Παίζαμε μαζί με τον Manfred Mann και τους Uriah Heep».

Η πρώτη και τελευταία αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στο line up των Rush, ήταν μόνο η αρχή μίας πολύ μεγάλης καριέρας.

Ανδρέας Κωνσταντινίδης-Κυπραίος

Ενός ντεμπούτου, αριστουργήματα έπονται

Όταν μου ανατέθηκε να συμμετάσχω στο αφιέρωμα για τους Rush ένιωσα μεγάλη χαρά. Ναι δεν το κρύβω πως είναι μια από τις πολύ αγαπημένες μου μπάντες και θα μείνω με το απωθημένο ότι δεν τους είδα ποτέ ζωντανά.

Anyway που λένε και στο χωριό μου, ας πω μερικά λογάκια για τον πρώτο δίσκο των Rush. Τον μοναδικό όπου συμμετέχει ο Rutsey στα τύμπανα. Ομότιτλος, βγήκε την πρώτη Μαρτίου του 1974 και ηχογραφήθηκε στα Eastern Sound Studios στο Toronto. Το first pressing του άλμπουμ αριθμεί 3500 κόπιες (Moon Records). Είναι ένας δίσκος τον οποίο θα κατέτασσα ως τον λιγότερο καλό της δεκαετίας του '70. Αυτό που μπορείς να καταλάβεις με την ακρόαση του, είναι το έντονο στοιχείο των Led Zeppelin: Blues Rock και Hard rock χωρις ίχνος progressive-ιλας (κάτι που ξεκίνησε από το "Fly by night" και συνεχίστηκε μέχρι το "Hemispheres"). Αλλά πριν μπω σε κάποιες λεπτομέρειες κομματιών, εδώ θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι; Είστε άνθρωποι που θα αγοράζατε ένα δίσκο χωρίς να τον ξέρετε, μόνο από το εξώφυλλο; Γιατί εγώ είμαι. Αυτόν όμως δε θα τον αγόραζα, με αυτό το κριτήριο.


Κάπου εδώ μπαίνουμε στα κομμάτια. Θα τα θέσω σαν μαθηματική παράσταση:10=1+8+1. Σας μπέρδεψα λίγο; Να σας το κάνω τάλιρα. Ο δίσκος είναι 8 κομμάτια συν τα "Finding my way" και "Working Man". Η έναρξη και το τέλος αυτού του δίσκου προμηνύουν την επέλαση των Rush. Σκεφτείτε, το "Working Man" ήταν το κομμάτι που κέντρισε το ενδιαφέρον της Mercury Records όπου και υπέγραψαν στα μέσα του 1974, καθώς επίσης και το “Finding my way” είναι ίσως μια από τις καλύτερες επιλογές κομματιού για έναρξη δίσκου, πόσο μάλλον ντεμπούτου. Ανέφερα νωρίτερα ότι κατατάσσω τον ομότιτλο δίσκο στους λιγότερο καλούς τους της δεκαετίας του 70. Δεν χρησιμοποίησα την λέξη χειρότερος γιατί γενικά οι Rush δεν έβγαζαν κακούς δίσκους. Πάντα θα έβρισκες κομμάτια που θα σου έμεναν και θα είχες κάτι να συζητήσεις για αυτά.

Και πάμε τώρα στο μεγάλο αγκάθι, που πάρα πολλοί συμφωνούν μαζί μου και ας αγαπούν αυτή τη μεγάλη μπάντα του Καναδά: τα φωνητικά. Λοιπόν, φωνητικά ο Geddy Lee έχει την καλύτερη απόδοση και από τους 19 στούντιο δίσκους. Ναι, ναι, ναι. Προσπαθεί βέβαια κάποιες στιγμές να μιμηθεί τον Plant αλλά δε βαριέσαι, ξέρει πολλά καντάρια μπάσο. Σαν επίλογο θα στεκόμουν, στον επίλογο του ίδιου του δίσκου, το "Working Man". Η ζωή ενός εργάτη μέσα στην ρουτίνα της καθημερινότητας που επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια. Έχει κάποιες δυνατότητες να εξελιχθεί αλλά δε δείχνει να έχει τη θέληση να επενδύσει πάνω σε αυτές. Η έλευση του Peart έκανε αυτούς τους “Three Working Men” να ξεδιπλώσουν πλήρως το ταλέντο τους, να κατακτήσουν πολλές κορυφές και να μη μείνουν μια μπάντα που απλά είχε δυνατότητες και την έφαγε η καθημερινότητα και η μάζα. Για αυτό ο πρώτος δίσκος είναι τόσο σημαντικός.

Λουκάς Κάκος

A Farewell to a King: Ένας Ντράμερ-Διάνοια

Ήταν 29 Ιουλίου του 1974 όταν ο 22 ετών Neil Ellwood Peart πήρε τη θέση του πίσω από το drumkit των Καναδών Rush, αφού πέρασε με επιτυχία την ακρόαση των Geddy Lee και Alex Lifeson, οι οποίοι έψαχναν τον αντικαταστάτη του John Rutsey. Μόλις δύο εβδομάδες μετά, ξεκίνησαν την πρώτη τους περιοδεία ως support σχήμα στους Uriah Heep και Manfred Mann’s Earth Band.

Drummer of the band Rush, Neil Peart, posing with his drumset and other musical instruments

Ο γεννηθείς στο Ontario στις 12 Σεπτεμβρίου του 1952 Neil, ήρθε σε επαφή με τη μουσική όταν έπαιξε για πρώτη φορά πιάνο σε μικρή ηλικία. Η απόπειρα αυτή έληξε άδοξα - ευτυχώς αν θέλετε την άποψή μου - γιατί όπως είχε πει ο ίδιος, δεν του έκανε καμία εντύπωση. Η μανία του να δημιουργεί αυτοσχέδια drum kits παντού μέσα στο σπίτι και να τα χτυπάει, οδήγησε τους γονείς του να του πάρουν το πρώτο "εκπαιδευτικό" σετ όταν ήταν δεκατριών χρόνων. Όταν ξεκίνησε μαθήματα, κανείς δε φανταζόταν ότι έμελλε να γίνει ένας από τους καλύτερους και πιο επιδραστικούς drummer όλων των εποχών.

Η συμβολή του στους Rush ήταν τεράστια. Δεν είναι τυχαίο ότι στο μυαλό πολλών οπαδών τους - συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος, οι Rush χωρίζονται σε δύο εποχές. Την προ και τη μετά Neil Peart. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν ακούσει κανείς το ομώνυμο άλμπουμ του 1974, και μετά όλα τα υπόλοιπα. Αν και μιλάμε για ένα εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου ντεμπούτο, επηρεασμένο από μεγάλα σχήματα της εποχής, όπως οι Led Zeppelin, η στροφή της μπάντας σε τεχνικά δύσβατα μονοπάτια και σε στίχους με βαθύτερο νόημα είναι εμφανής από την αρχή της συμμετοχής του Peart.

Εκτός από την απίστευτη δεξιοτεχνία του στα κρουστά, τις απίθανες ιδέες και ρυθμούς που γεννούσε το μυαλό του - πράγματα που πολλές φορές ακόμα και σήμερα ο εγκέφαλός μας δυσκολεύεται να κατανοήσει απόλυτα - ο Neil ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά και το ρόλο το στιχουργού της μπάντας. 'Aντλησε έμπνευση από πολλούς τομείς όπως τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και τον κόσμο του φανταστικού, ενώ μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, βρίσκει κανείς πολιτικές και κοινωνικές κατευθύνσεις στους στίχους του.

Πολυσχιδής προσωπικότητα, ευγενής και αφοσιωμένος στο σκοπό του, μας έδωσε μερικά από τα μεγαλύτερα διαμάντια στο χώρο του prog rock ενώ επηρέασε μεταγενέστερους μουσικούς όλων των ειδών. Οι drummer και γενικά οι μουσικοί - επαγγελματίες και ερασιτέχνες - του οφείλουν πολλά. Μόνο καλύτεροι έγιναν όσοι προσπάθησαν να αναλύσουν τους ρυθμούς του, όσοι προσπάθησαν να μετρήσουν πάνω του ενώ "έτρωγαν τα μούτρα τους" ξανά και ξανά με το μετρονόμο του. Το σίγουρο είναι ότι χωρίς τον Neil Peart, όπως συμβαίνει με όλους τους τεράστιους της ιστορίας, η μουσική που ξέρουμε σήμερα πιθανότατα θα ήταν πολύ διαφορετική.

Ανδρέας Ταβερνάρης


Τελευταία