Τώρα που το καλοκαίρι μας αποχαιρετά ορισμένες αναμνήσεις του νομοτελειακά θα το ακολουθήσουν. Όχι όλες βέβαια μιας και οι ανθρώπινες εμπειρίες δε δύναται να σβηστούν πλήρως, πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε ότι αυτές, μαζί με το αποτύπωμα τους διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη δόμηση του χαρακτήρα μας. Μάλιστα είμαι στην ευχάριστη θέση να προτείνω ενδεικτικά μια ταινία, όπου μπορεί να σε κάνει να αναπολήσεις ευχάριστα τις διακοπές σου και παράλληλα να σε γεμίσει με προβληματισμούς. Τα μεγάλα έργα λένε δεν τελειώνουν μόλις πάψουν να παίζουν, κάθε άλλο, η αξία τους έγκειται στο πως θα ερεθίσουν μετέπειτα τον νου. Ο λόγος γίνεται για τη μεταφορά της νουβέλας «Η χαμένη κόρη» στη μεγάλη οθόνη από την Μάγκι Τζίλενγχαλ. Ένα story μιας τετράλογης σειράς βιβλίων, όπου εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου στην Νάπολη, όμως στην τηλεοπτική του βερσιόν, γυρίστηκε λόγω συγκυριών στο νησί των Σπετσών. Αυτό για το ελληνικό κοινό ίσως έχει κάποια αξία, ωστόσο μετά το τέλος της παρακολούθησης δε μπορεί να μη σκεφτείς πως είναι ιδιαιτέρως επίκαιρο για την επικράτεια του. Για χάρη εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, η ταινία αρχικά ήταν να γυριστεί στο Νιού Τζέρσεϊ, ελέω όμως πανδημίας κατέληξε στον Αργοσαρωνικό. Ότι πιο κοντά βρήκαν σε μεσογειακό κλίμα.
Το σενάριο όπου ουσιαστικά υπογράφει η Έλενα Φερνάντες, η συγγραφέας του βιβλίου δηλαδή, έχει υποστεί κάποιες παραλλαγές για τις σκηνοθετικές ανάγκες. Όσον αφορά την ταινία συγκεκριμένα η πλοκή έχει ως εξής: Μία κυρία μέσης ηλικίας, ακαδημαϊκός, με δύο κόρες, αποφασίζει να συνδυάσει τις δουλειές της με μοναχικές διακοπές. Ύστερα από τον πηγεμό της στο νησί της προτίμησης της, κάνει διάφορες γνωριμίες, όμως μία είναι αυτή που θα της τραβήξει ειλικρινά το ενδιαφέρον, έως θα φτάσει σε επίπεδα εμμονής. Είναι η νεαρή μητέρα από την οικογένεια των Ελληνοαμερικανών Δον του νησιού, όπου θα φέρει την πρωταγωνίστρια μας στη θέση να αναπολήσει κριτικά το παρελθόν της. Μια απαραίτητη σημείωση εδώ, η κριτική δεν είναι ταυτόσημη με την άρνηση, όσο με τον διαρκή αναστοχασμό.
Επομένως, η Λήδα στην ύπαρξη της Νίνα, θυμάται τον δικό της εαυτό όταν ήταν – περίπου - στην ίδια θέση. Όταν δηλαδή είχε αναλάβει την ανατροφή των κοριτσιών της στην τρυφερή τους ηλικία. Νέα κι εκείνη καθώς ήταν, ανακαλεί στη μνήμη της πως κατέπνιξε οποιαδήποτε άλλη της επιθυμία, για χάρη της μητρότητας. Στα πρόσωπα της αστικής οικογένειας για εκείνη υπήρξε το συζυγικό περιβάλλον και στον νεαρό σερβιτόρο αντικρίζει την παραμελημένη ακαδημαϊκή της καριέρα. Όσο η ιστορία εξελίσσεται οι εικόνες στο μυαλό της Λήδα γίνονται πυκνότερες, βάζοντας την να συγκρούεται με την εαυτή της πρώτα, αλλά και με την φασαριόζα οικογένεια κάποιες φορές. Σύμβολο αυτής της εσωτερικής της διένεξης γίνεται η κούκλα του κοριτσιού της Νίνα και με έναν τρόπο φτάνει να ενσωματώνει ολοκληρωτικά τον ψυχισμό της Λήδα. Ο Λάϊλ από την άλλη, κατά την άποψη μου συμπυκνώνει τις αρχές που διέπουν την οικογένεια αποκλειστικά με θετικό πρόσημο, όμως δε γίνεται να παραμερίσω πως κι εκείνον το σενάριο τον δείχνει να είναι μόνος του στο νησί, μακριά από τα παιδιά του.
Είναι καλό να γνωρίζουμε πως για την Μάγκι Τζίλενχαλ αυτό είναι το ντεμπούτο της πίσω από τις κάμερες. Δε μπορώ να γνωρίζω πως θα εξελιχθεί στο μέλλον ως μαέστρα, ωστόσο στην πρώτη της προσπάθεια για εμένα τα πήγε περίφημα. Κάθε της λήψη σε κάνει να αναγνωρίζεις τον μικρόκοσμο της σκηνής και ταυτόχρονα η ανάγκη της να δώσει ανοιχτή εικόνα στο περιβάλλον όλης της ιστορίας, δεν πέφτει στο κενό. Θέλω να πιστεύω ότι επειδή είναι γυναίκα η ταινία της ταίριαξε και θα πρόσθετα πολύ καλά έκανε. Στο σενάριο βέβαια από την άλλη δεν τα πήγε τόσο καλά, αφού νομίζω ότι λανθασμένα λείανε τις επιφάνειες του πρωταρχικού αντιτύπου κι έτσι μοιραία ξέκλεψε λίγο από τη δυναμική της ιστορίας.
Στο ερμηνευτικό κομμάτι τώρα, θεωρώ πως σαν σύνολο το καστ αφήνει θετικές εντυπώσεις. Ειδικότερα όμως, η Ολίβια Κόλμαν για μία ακόμα φορά μας κάνει να μένουμε με το στόμα ανοιχτό. Κι αυτό γιατί υποδύεται τον ρόλο εξαιρετικά, κάνοντας σε να πιστεύεις ότι ήταν γραμμένος για εκείνη, ή πως η δυνατότητα συναισθηματικής της έκφραση στο φακό είναι ανεξάντλητη. Ταυτόχρονα και η Τζέσι Μπάκλεϊ, ως η νεαρή Λήδα, αντιπροσωπεύει ιδανικά τον χαρακτήρα, ιδιαιτέρως όταν κάποιες σκηνές της, είναι σκέτο ρεσιτάλ. Εμένα μου θύμισε την εξαιρετική της εμφάνιση στην ταινία: «Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος». Απεναντίας, θεωρώ πως η Ντακότα Τζόνσον σε κάποια κομμάτια δεν κολλούσε, έμοιαζε περισσότερο σαν να παίζει σε θρίλερ, παρά σε ψυχολογικό δράμα. Ίσως οι πενήντα αποχρώσεις την ακολουθούν από εδώ κι στο εξής σαν κατάρα στην καριέρα της. Ο ρόλος του Εντ Χάρις τώρα, ήταν από μόνος του ολίγον τι άχαρος, έτσι μάλλον κι ο ίδιος έδωσε αυτό που θεώρησε απαραίτητο. Ο Πολ Μεσκάλ τέλος έπαιξε κατά τη γνώμη μου συμπαθητικά, όμως δε σας κρύβω ότι κάμποσες φορές μου φάνηκε γελοίος, καθώς νομίζω το επάγγελμα του σέρβις, το έχει δει μόνο σε ταινία και μάλιστα αποδιδόμενο άσχημα.
Έπειτα θα ήθελα να σημειώσω πως η μουσική επιμέλεια απέτυχε. Τα τραγούδια που επιλέχθηκαν ή συντέθηκαν για την ταινία δεν ταίριαξαν, διότι η φαρέτρα των μελωδιών περισσότερο θύμιζαν εντόπια νοσταλγία, παρά συνοδευτικό χαλί. Παρόλα αυτά θα μείνω με την απορία δυστυχώς, τι αποτέλεσμα θα είχαμε ακούσει τελικά, αν τα γυρίσματα είχαν μείνει να γίνουν στις ακτές του βόρειου Ατλαντικού; Δε λέω, μου αρέσει αρκετά η τζαζ, όμως με τη συγκριτική λογοτεχνία πάνω στην ιταλική γλώσσα θα με ξένιζε. Ακόμα όπως προανέφερα, το βιβλίο με την ταινία έχει αισθητές διαφορές, σε βαθμό που αδικεί την ιστορία. Ωστόσο να κρατήσουμε πως το γενικό νόημα ευτυχώς δεν υποτιμήθηκε.
Φτάνοντας στο τέλος όσον αφορά της ταινίας καθαυτής, δε μπορώ παρά να κάνω έναν εκτενή σχολιασμό γύρω από το νόημα που εξήγαγα δι-υποκειμενικά, τόσο κατά την παρακολούθηση, όσο και μετέπειτα. Αρχικά δεν είναι ήσσονος σημασίας ότι η συγγραφέας του βιβλίου υπογράφει με ψευδώνυμο στις μέρες του κατασκοπευτικού καπιταλισμού, όταν δε ιδιαίτερα αναλογιστούμε πως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι μόνο ένα από μια σειρά εντύπων ιστοριών, όπου βάζουν στο επίκεντρο τη γυναίκα. Μάλιστα εντάσσοντας τες μέσα στο περιβάλλον της εποχής, με τις φεμινιστικές ειδικά και τις έμφυλες γενικά αρνήσεις να βρίσκονται στον αφρό, τέτοιες ιστορίες αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. Δε μπορώ να βγάλω από το νου μου ότι μέχρι τώρα εγώ έχω στα υπόψιν μου μόνο τη Μέριλιν Γιάλομ να κοιτά πολεμικά τη his-story και μόλις απέκτησα ακόμα μία. Από άλλο μετερίζι βέβαια. Δε θέλω να πω ότι δεν έχει υπάρξει άλλη δημιουργός που να βάζει τη γυναικεία επιθυμία κεντρικά στο κάδρο του θεάματος, ωστόσο το θέμα κι ο τρόπος που προσεγγίστηκε με ξάφνιασε ευχάριστα.
Εύλογα θα μου πει κάποια, πως εγώ που ανήκω στην αρσενική πλευρά, όσο έχει να κάνει με το γενετήσιο φύλο, δε μπορώ να εξάγω σφαιρική γνώμη σε αυτά που θίγει η ταινία, μιας και η εμπειρία της μητρότητας είναι κάτι τελείως άγνωστο για εμένα. Θα συμφωνήσω απολύτως. Από την άλλη όμως έχω υπάρξει γιός μιας μητέρας όπου απεμπόλησε πλήρως την γυναικεία της υπόσταση για να μεγαλώσει εμένα και τον αδερφό μου, μην πω και τον πατέρα μου. Παράπονο το έχω γιατί η μητέρα μου απογυμνώθηκε τελείως από τις επιθυμίες της, έχοντας επίγνωση βέβαια ότι κι αυτός μου ο προβληματισμός ίσως εκκινεί από προνόμιο. Σαν εύκολη δικαιολογία ακούγεται ο τρόπος που μεγάλωσε, η εποχή όπου έζησε, παρά ταύτα δεν την απορρίπτω, έχει τη σημασία της.
Οι εποχές αυτές θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχουν περάσει, ισχύει; Τώρα πια που τα ταξίδια μου γύρω από τον ήλιο έχουν φέρει εμένα και τις συνομήλικες μου στην ηλικία εκείνη όπου η κοινωνική νόρμα μας θέλει γονείς κάτι μου λέει πως τα στερεότυπα καλά κρατούν, καμουφλαρισμένα. Κάποιες και κάποιοι τραβάνε ήδη το κανάλι κι εύχομαι βλέποντας αυτήν την ταινία να προβληματιστούν στα όσα θίγει και να μην τα κοιτάξουν καχύποπτα, συντηρητικά, διότι αφήνει πίσω προκατειλημμένα ιδεολογήματα. Όσο για εμάς τα υπόλοιπα, όπου έχουμε την επίγνωση ότι όσα τραβάμε μέσα μας, κρατάνε κι από τις ετεροκανονικές πατριαρχικές αναπαραστάσεις της νόρμας στα ενδόμυχα των οικογενειών, τέτοιες αφηγήσεις ιστοριών, ιδιαιτέρως αν φτάνουν στα κόκκινα χαλιά, πρέπει να λογίζονται ως σύμμαχοι.
Υ.Γ.: Η ταινία σε λίγο καιρό αναμένεται να είναι διαθέσιμη στην ελληνική πλατφόρμα του Netflix.