*Η παρακάτω κριτική περιλαμβάνει spoilers*
Ο Mike Flanagan είναι πλέον δεδομένο ότι είναι ένας λαμπρός φάρος για το σύγχρονο horror aesthetic. Δεν αγγίζει το βεληνεκές θρύλων του horror genre, αλλά έχει κατορθώσει εδώ και χρόνια κάτι που έλειπε έντονα από τη μικρή οθόνη: να μας προσφέρει απλόχερα horror TV series τα οποία όχι απλώς βλέπονται, αλλά αξίζουν διθυραμβικών σχολίων. Τα The Haunting of Hill House και The Haunting of Bly Manor για παράδειγμα, αλλά και το -αρκετά διαφορετικό από τα δυο προαναφερθέντα- Midnight Mass, αποτελούν βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους μπορεί να στηθεί μια νέα γενιά horror δημιουργημάτων, με άμεσο διάδοχό τους το πρόσφατο The Midnight Club στο Netflix.
Όπως έχω τονίσει αρκετές φορές από αυτό εδώ το «βήμα», αρνούμαι να «μπω» σε οποιοδήποτε έργο τέχνης προκατειλημμένος ή περιμένοντας κάτι συγκεκριμένο που θέλω ΕΓΩ να δω. Τέχνη είναι αυτό που θέλει ο δημιουργός να σου δώσει, είτε ευθέως και ξεκάθαρα για να συζητήσεις επί της οπτικής του, είτε πιο αφηρημένα και ελεύθερα, ώστε να ερμηνεύσεις κατά το δοκούν αυτό που απολαμβάνεις. Η ιδέα και μόνο πως το The Midnight Club είναι μια σειρά που δείχνει τη ζωή παιδιών και νεαρών που παλεύουν με ανίατες ( ; ) ασθένειες όπως καρκίνος και AIDS, αρκεί για να προετοιμαστείς τουλάχιστον ψυχολογικά για αυτό που θα δεις.
Προσθέτοντας στο παραπάνω το γεγονός ότι ο δημιουργός είναι ο Mike Flanagan, αντιλαμβάνεται κανείς πριν καν πατήσει Play, ότι το The Midnight Club δεν θα είναι ένα drama series ή ένα πιο abstract take στο πως το horror τοποθετείται εντός της πραγματικής ζωής. Θα δεις «τέρατα» (σ.σ. πολυσυζητημένη λέξη το τελευταίο διάστημα, όχι, ζούμε σε κοινωνία ανθρώπων, όχι τεράτων, και όσα συμβαίνουν στο είδος μας, τα κάνουν άνθρωποι), θα δεις παραφυσικό, θα βιώσεις φυσιολογικούς ήχους αποδομένους έτσι ώστε να φαντάζουν βγαλμένοι από την κόλαση.
The Midnight Club | Ισορροπώντας ατσούμπαλα σε λεπτό σχοινί
Το The Midnight Club ξεκινάει δείχνοντάς μας τη ζωή της Ilonka (Iman Benson), μιας έφηβης η οποία ανακαλύπτει πως έχει καρκίνο του θυρεοειδούς και ξαφνικά η ζωή της αποκτά σύντομη ημερομηνία λήξης. Στην απέλπιδα προσπάθειά της να αποκτήσει μέλλον, ανακαλύπτει το Brightcliffe Hospice, μια κλινική για άτομα σε τελικό στάδιο, από την οποία φημολογείται πως υπήρξε ασθενής η οποία κατάφερε να φύγει χωρίς ίχνος καρκίνου στον οργανισμό της, παρότι βρισκόταν μισό βήμα πριν το τέλος της ζωής.
Που έρχεται να κουμπώσει όμως η φράση The Midnight Club; Οι υπάρχοντες ένοικοι του Brightcliffe, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από την απελπιστική καθημερινότητα της αντίστροφης μέτρησης μιας κλεψύδρας που τρέχει με 300 χιλιόμετρα την ώρα, έχουν δημιουργήσει αυτό το γκρουπ. Μαζεύονται στη βιβλιοθήκη του Brightcliffe, κρυφά από τη διευθύντρια Dr. Georgina Stanton (Heather Langenkamp), και κάθε βράδυ κάποιο άλλο άτομο της παρέας λέει τρομακτικές ιστορίες, στις οποίες πρωταγωνιστούν οι ίδιοι, ως άλλοι χαρακτήρες.
Μιας και μιλάμε για σειρά 10 επεισοδίων, διάρκειας 49 με 58 λεπτά το καθένα, η ανάλυση του κάθε επεισοδίου ξεχωριστά δεν έχει να προσφέρει κάτι. Εδώ που τα λέμε, μια κριτική δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από έναν μπούσουλα για τα άτομα τα οποία ενδιαφέρονται, αλλά θέλουν ένα μικρό σπρώξιμο, προς ή μακριά από το έργο Τέχνης το οποίο αφορά το κείμενο. Αν αναζητείτε αυτό το μικρό σπρώξιμο προς μια καλή horror σειρά, δεν θα το βρείτε σε αυτή εδώ την γωνία του Depart.
The Midnight Club | Καλό περιτύλιγμα, μέτριο "ζουμί"
Η πρώτη σεζόν του The Midnight Club είναι ένα εγχείρημα του Flanagan να εμβαθύνει στον πόνο και τον αγώνα που δίνουν τα άτομα που βρίσκονται σε terminal conditions. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε κανείς να το παρομοιάσει με μέτριες φακές, που συνοδεύονται από καλή φέτα. Δηλαδή, για να μην μπαίνω σε γαστρονομικά λημέρια, έχουμε δέκα επεισόδια τα οποία βασίζονται σε ένα σενάριο το οποίο έχουμε δει αμέτρητες φορές μέχρι σήμερα, και λογικά θα συνεχίσουμε να το βλέπουμε. Η κεντρική ιδέα του cult με τον leader ο οποίος τυφλωμένος από έναν συγκεκριμένο (αυτο)σκοπό αγνοεί τις ζωές των άλλων για να σώσει τη δική του, έχει ταΐσει πολλά στόματα ανά τα χρόνια, και φαίνεται να συνεχίζει.
Το «μέτριο» που ανέφερα παραπάνω, είναι η κεντρική ιδέα της σειράς. Το περιτύλιγμα όμως, είναι η «καλή φέτα». Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών που υποδύονται τα παιδιά είναι above average, και το character development που έχουμε σε δευτερεύοντες ρόλους είναι εξαιρετικό. Ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη του The Midnight Club μας συστήνονται, μέσα από τρομακτικές ιστορίες της φαντασίας τους στις οποίες έχουν κεντρικό ρόλο (σ.σ. και οι υπόλοιποι παίζουν τους κομπάρσους), είναι on point, με ελάχιστες εξαιρέσεις ορισμένες ιστορίες που ήταν ελαφρώς βαρετές.
Πίσω στην πραγματικότητα του Brightcliffe, η Ilonka ως άλλος Ηρακλής Πουαρώ, προσπαθεί να διαλευκάνει την υπόθεση της ασθενούς που κατάφερε να αναρρώσει πλήρως, ενώ παράλληλα ερωτεύεται, τσακώνεται, και βιώνει όλα τα στάδια που περιλαμβάνονται στο να φτάσει κανείς από το σημείο που ακούει πως θα πεθάνει, μέχρι το σημείο που το αποδέχεται, και προχωράει όση απόσταση του έχει απομείνει, όπως επιθυμεί. Στη διάρκεια αυτής της έρευνας είναι που η Ilonka βρίσκει μπροστά της όλα τα γιγάντια εμπόδια που συναντάει ένα terminally ill άτομο.
The Midnight Club | Η τετράδα που "κουβαλάει"
Η πρωταγωνίστριά μας είναι και ένας από τους ελάχιστους χαρακτήρες που έχει πραγματικό character development εκτός βραδινών ιστοριών τρόμου. Μαζί με το δικό της struggle, βλέπουμε και αυτά του Spencer (William Chris Sumpter), του Kevin (Igby Rigney), αλλά και τις Anya (Ruth Codd).
Ο πρώτος είναι ένας ομοφυλόφιλος, μαύρος νεαρός τον οποίο η μητέρα του έδιωξε από το σπίτι επειδή στα μάτια της είναι η αμαρτία προσωποποιημένη. Ο Mike Flanagan επιλέγει να ασκήσει κριτική στον τρόπο με τον οποίο η ανθρωπότητα αλλά και η ΗΠΑ πιο συγκεκριμένα, αντιμετώπισαν το AIDS και τον HIV. Το πράττει αρκετά επιφανειακά στο μεγαλύτερο διάστημα της σειράς, με εξαίρεση τα τελευταία επεισόδια, όταν ο Spencer με τη βοήθεια του νοσοκόμου του Brightcliffe, Mark (Zach Gilford), ο οποίος είναι επίσης ομοφυλόφιλος, βρίσκει μια μικρή κοινότητα με queer άτομα και καταφέρνει να αισθανθεί πως «ανήκει».
Στην περίπτωση του Kevin, με την τρομακτική ιστορία του να είναι η πλέον μακρόσυρτη από όλες τις άλλες που λένε τα παιδιά, βλέπουμε ένα παιδί το οποίο είχε όλα τα φόντα να γίνει επιτυχημένος αθλητής, αλλά η φύση είχε άλλα σχέδια. Βασανίζεται μεταξύ της προϋπάρχουσας συντρόφου του και των συναισθημάτων του με την Ilonka, ενώ είναι εμφανής η πίεση που του ασκήθηκε από τους γονείς του πριν διαγνωσθεί με καρκίνο σε τελικό στάδιο. Η ιστορία του για έναν serial killer που σκοτώνει νεαρές κοπέλες, λαμβάνοντας εντολές από έναν δαίμονα που είναι η μητέρα του, επιχειρεί να αναδείξει την καταπίεση της μητρικής φιγούρας στο παιδί. Είναι τόσο επικεντρωμένη όμως στο γρανιτένιο αρχέτυπο «δεν θα μου τον πάρει καμία τον γιόκα μου», που κάπου χάνεται το νόημα και το πραγματικό point -ότι οι γονείς μας και ιδιαίτερα τα άτομα που αναλαμβάνουν τον ρόλο της μητρικής φιγούρας- καθορίζουν κατά 90% το πως θα διαμορφωθούμε- πάει περίπατο.
Η Anya από την άλλη, είναι το αρχέτυπο του καταπιεσμένου παιδιού που έχει εξελιχθεί -νομοτελειακά- σε έφηβο άτομο με αδιανόητες ποσότητες νιχιλισμού και μηδενισμού στη συμπεριφορά του. Εμφανώς εκνευρισμένη περισσότερο με όλα τα υπόλοιπα, παρά με το γεγονός ότι θα πεθάνει από καρκίνο, η Anya είναι σαρωτική, και μόνο η παρουσία της Ilonka είναι που την κάνει να αισθάνεται γαλήνη, έπειτα από τεράστια προσπάθεια της δεύτερης να «σπάσει την πέτρινη καρδιά της». Τον χαρακτήρα αυτόν, τον έχουμε δει αμέτρητες φορές σε κάθε μέσο (σειρές, ταινίες, video games, μουσική), και ενώ η Ruth Codd είναι απολαυστική ηθοποιός με λαμπρό μέλλον, ο χαρακτήρας της είναι όλα τα κλισέ του σκληροτράχηλου ατόμου που πόνεσε και πονάει από τη ζωή, αλλά κατά βάθος «έχει καλή καρδιά». Μέχρι να το ανακαλύψουμε, οι γύρω της βιώνουν απίστευτες στιγμές bullying και συνήθως κάνουν πίσω εξαιτίας της κατάστασής της.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως από οτιδήποτε και αν υποφέρει κανείς, σε καμία περίπτωση δεν αποκτά το de facto δικαίωμα να ισοπεδώνει ψυχές των άλλων, σαν εκείνοι να του επέβαλαν τις δυσκολίες που προέκυψαν στη ζωή του.
The Midnight Club | Αδύνατο να σε τρομάξει
Για να κλείσω κάπου εδώ και να μην αναλύσω περαιτέρω, θα γράψω το εξής: πιστεύω ακράδαντα πως ο Mike Flanagan πρέπει να κάνει στροφή προς το The Haunting of Hill House όταν μιλάμε για horror TV series. Ξέρει πολύ καλά να πραγματεύεται τον ανθρώπινο πόνο αποδομένο μέσα από το horror στοιχείο, αλλά χωρίς να προσπαθεί να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο. Όχι επειδή είναι ανίκανος, προφανώς αν το επιχειρήσει αρκετές φορές, θα προσφέρει κάτι εξαιρετικό.
Ο λόγος που είναι καλό να στραφεί προς τα εκεί είναι το γεγονός ότι όταν βλέπεις horror, θέλεις να δεις torment. Τους χαρακτήρες να βασανίζονται, είτε ψυχολογικά, είτε σωματικά, είτε και τα δυο. Όχι επειδή απολαμβάνεις το βάσανο των άλλων, αλλά επειδή σε εξιτάρει ο τρόμος, διότι είσαι άνθρωπος. Και το The Midnight Club δεν τρομάζει ούτε δευτερόλεπτο.
Rating (πρώτης σεζόν):
Έτος: 2022
Χρώμα: Έγχρωμο
Δημιουργοί: Mike Flanagan, Leah Fong
Πρωταγωνιστούν: Iman Benson, Igby Rigney, Ruth Codd
Διάρκεια: 49'-58' (ανά επεισόδιο)