Ποια δημιουργήματα στο χώρο του κινηματογράφου είναι αυτά τα οποία θα δικαιωθούν από την ιστορία λόγω των αληθειών που κυοφορούν κόντρα στο πνεύμα της εποχής; Ποιες ταινίες είναι αυτές που θα φέρουν το κοινό πιο κοντά σε μια εικόνα του εαυτού του σε βαθμό που θα φαντάζει στρεβλή ενώ επί της ουσίας δρα ως τέλεια οπτική μεταφορά; Κοινώς, ποιες ταινίες είναι αυτές που θεωρούνται «επικίνδυνες»;
Ο Βασιλιάς του Νίκου Γραμματικού σίγουρα αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα καθώς επί σειρά ετών ήταν μια ακίδα στο μάτι μιας Ελλάδας που υποχρεωτικά κινούνταν σε εύθυμους, Ολυμπιακούς ρυθμούς και κατασκεύασε ένα βολικό αφήγημα που απομάκρυνε το λαό από την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα σαν τα ζέπελιν που δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας έπλεαν στον αττικό ουρανό, έμοιαζε φαντασμαγορική ενώ ταυτόχρονα έριχνε μια πυκνή σκιά σε όσους μπορούσαν να μαγευτούν από αυτή και όποιος τολμούσε να κρίνει τις πτήσεις τους φάνταζε γραφικός. Κατ’ ανάλογο τρόπο, το φιλμ του Γραμματικού συνέπεσε με αυτές τις συνθήκες και με έναν κόσμο που δεν μπορούσε να ενστερνιστεί την πικρή αλήθεια του.
Πρωταγωνιστής της ταινίας, ένας άνθρωπος που ενσαρκώνει ό, τι η ελληνική πραγματικότητα δείχνει να απεχθάνεται. Ο Βαγγέλης αποφυλακίζεται και επιθυμεί να ξεφύγει μια και καλή από τους λόγους που τον οδήγησαν στη φυλακή, μεταβαίνοντας στο χωριό του και προσπαθώντας να κάνει μια νέα αρχή. Οι καχύποπτοι κάτοικοι του χωριού θα τον παραγκωνίσουν αρχικά και μόνο του στήριγμα θα είναι ο τοπικός αστυνόμος. Παρά τη σταδιακή ένταξή του στη μικρή κοινότητα, η ρήξη θα έρθει με την επιστροφή του παρελθόντος του στο πρόσωπο της Μαρίας, οδηγώντας την κοινότητα σε ρήξη με τον παρία πρωταγωνιστή και οδηγώντας τον σε μια βραδυφλεγή έκρηξη.
Έξι χρόνια πριν, ο Γραμματικός στους Απέναντι στοχάζεται σχετικά με το πέρασμα του χρόνου, τις αναπόφευκτες αλλαγές και την πικρία, αφήνοντας αιχμές σχετικά με την αντιμετώπιση της κοινωνίας απέναντι σε αυτούς που δεν ταιριάζουν στα επιβεβλημένα καλούπια της. Στον Βασιλιά οι αιχμές αυτές μετατρέπονται σε μια ολομέτωπη επίθεση απέναντι σε αυτό το κατεστημένο και ένα πικρό, οργισμένο γράμμα που κρατά την τρυφερότητά του μόνο για τους απανταχού "απόκληρους". Η αληθινή ιστορία στην οποία βασίστηκε γίνεται μια πρώτης τάξεως αφορμή για να στηθεί μια σκακιέρα που φανερώνει τα αδιέξοδα που χτίζονται από το περιβάλλον σε εκείνους που προσπαθούν να βρουν το μονοπάτι τους και εν τέλει την κάθαρσή τους. Σε εκείνους που δε ζητάνε τίποτα παραπάνω από μια δεύτερη ευκαιρία και ο περίγυρος είναι εκείνος που θα φροντίσει να μην υπάρξουν τέτοια περιθώρια.
Καθόλου τυχαία, το χωριό της ταινίας μοιάζει να ενσαρκώνει με μένος μια γενικότερη κοινωνική αλήθεια που αφορά την Ελλάδα: άνθρωποι που ναι μεν δείχνουν να εκσυγχρονίζονται και να αφήνουν πίσω τους τα στερεότυπα του παρελθόντος, για να καταλήξουν να επιβεβαιώνουν την τραγική ειρωνεία πως το μόνο που πραγματικά άλλαξε ήταν το περίβλημα και όχι η ουσία. Όσο και να εισέλθει η τεχνολογία στις ανθρώπινες ζωές, όσο και να υποτίθεται πως ο εκσυγχρονισμός επελαύνει και σαρώνει, η ξενοφοβία θα εξακολουθήσει να αποτελεί οικείο χαρακτηριστικό των απανταχού κοινωνιών. Ο ξένος θα ενταχθεί σε αυτήν την κοινωνία μόνο υπό τους κανόνες που αυτή θέτει και με βάση τα συμφέροντά της. Και όταν το παρελθόν ξανακάνει την εμφάνισή του για τον έναν άνθρωπο, τότε συλλήβδην όλη αυτή η κοινότητα θα θυμηθεί το δικό της παρελθόν και θα πετάξει τους φενακισμούς στα σκουπίδια, φανερώνοντας απροκάλυπτα πως ο 'Αλλος δεν έχει καμία θέση σε αυτήν.
Και ο Γραμματικός φαίνεται πως θέλει να μιλήσει με τρυφερότητα για αυτές τις ψυχές. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το πρωταγωνιστικό δίδυμο του Βαγγέλη Μουρίκη και της Μαριλίτας Λαμπροπούλου φανερώνει σε ποιο στρατόπεδο ανήκει. Είναι μαζί τους, στα όνειρά τους, στις απογοητεύσεις τους, στην οργή τους. Δεν τους αγιοποιεί αλλά τους σέβεται, αποδέχεται τη «θνητή» τους φύση χωρίς να κάνει λόγω περί «λαθών» και «κακών επιλογών» γιατί ξέρει πως αυτοί οι όροι δομούνται από μια κοινωνία χτισμένη στο συντηρητισμό. Και τους αναδεικνύει ως τραγικές μορφές όχι από λύπηση (ο οίκτος σε τέτοιες περιπτώσεις απομακρύνει από το κέντρο του νοήματος) αλλά λόγω της πραγματικής τους υπόστασης στον μικρόκοσμο τον οποίο προσπαθούν να επιβιώσουν.
Μια σημαντικότατη ταινία που κλείνει τα 20 χρόνια της και καλεί τον κόσμο να την ανακαλύψει εκ νέου. Το γενναίο εγχείρημα του Κινηματογραφικου Τομέα ΠΟΦΠΑ σε συνεργασία με το Midnight Express μας δίνουν αυτή την ευκαιρία σε καιρούς που χρήσιμο είναι να θυμόμαστε εκ νέου ότι ενδεχομένως κι εμείς οι ίδιοι να οριζόμαστε ως παρίες στα μάτια ενός status quo το οποίο ορίζει τα μελλούμενα και τις θέσεις μας εντός της κοινωνίας.