Ο Gaspar Noe έγινε μόλις πέρσι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες, όταν χρειάστηκε να γράψω για το Climax στη στήλη μου. Πάντα μου άρεσαν οι ταινίες του αλλά δεν είχα βρει κάποια που να θεωρώ ως μία από τις πολύ αγαπημένες μου. Αυτό ήταν το Climax και από τότε είδα και την επόμενη μεγάλου μήκους προσπάθεια του, Lux Æterna, που αποτελεί και την βάση πειραματισμού του με το split-screen, τεχνική που χρησιμοποιείται εξ’ ολοκλήρου στο Vortex. Η ιδέα να κάνει μια ταινία για ένα ηλικιωμένο ζευγάρι αντιμέτωπο με τον εκφυλισμό του σώματος ήρθε στον δημιουργό μετά από μια εγκεφαλική αιμορραγία που κόντεψε να του κοστίσει τη ζωή. Το Vortex δεν είναι η πιο ώριμη ταινία του επειδή απλά τα θεματικά στοιχεία είναι καθημερινά, με μικρότερες εντάσεις και δοσμένα από μια πιο οικουμενική σκοπιά. Είναι επειδή πηγάζει από την ανάγκη να συμφιλιωθεί ο ίδιος με τον θάνατο, που τον έχει απασχολήσει σε όλες του τις ταινίες και καταφέρνει να το κάνει χωρίς να χάσει τη σκηνοθετική σφραγίδα του αλλά αντιθέτως, πηγαίνοντας την ένα βήμα παραπέρα.
Ο Στέφανος προτείνει... Climax
Οι βασικοί χαρακτήρες της ταινίας είναι ο Lui(Dario Argento), η Elle(Françoise Lebrun) και ο γιος τους Stéphane(Alex Lutz). Ο πρώτος αποτελεί το avatar του σκηνοθέτη(κάτι που κάνει σε πολλές ταινίες του) καθώς είναι θεωρητικός του κινηματογράφου που γράφει ένα βιβλίο για το σινεμά ως όνειρο, αποκαλούμενο Ψυχή. Έχει υποστεί σοβαρό καρδιακό επεισόδιο. Η δεύτερη ήταν ψυχίατρος αλλά αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο άνοιας. Η καθημερινότητα τους είναι ένας αγώνας όπου ο Lui σχίζεται ανάμεσα στη φροντίδα της και την προσήλωση στο έργο του. Ο γιός τους κάνει ό,τι μπορεί αλλά είναι μόνος πατέρας κι έχει περάσει κι αυτός πολλά. Έχει νοσηλευτεί σε ψυχιατρείο και έχει ιστορικό εθισμού στην ηρωίνη. Αυτή είναι η μικρή οικογένεια, όπως λένε και μόνοι τους σε μια σκηνή, που θα μας απασχολήσει. Είναι το είδος των αδύναμων και απομονωμένων ανθρώπων στην θέση των οποίων θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε όλοι. Η σαπίλα του χρόνου είναι κάτι που δεν μπορεί να αποφύγει κανείς και συνήθως όταν έρχεται δοκιμάζονται τα όρια των σχέσεων με τον εξωτερικό κόσμο. Όπως έχουν χωριστεί επί της ουσίας κι από τους λίγους φίλους που θα δούμε στην ταινία, έτσι κι οι δύο ηλικιωμένοι είναι χωρισμένοι κι ας κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, πράγμα που δηλώνεται με τον προφανέστερο τρόπο απ’ τη διαρκή χρήση του split-screen.
Ο Gaspar Noe φτιάχνει στο Vortex ένα «χωνί» ενσυναίσθησης με τη χρήση spilt-screen
Πριν μπω στην ταινία ανησυχούσα αν μία από τις δύο πλευρές της οθόνης θα μου τράβαγε περισσότερο την προσοχή, αν θα μπορούσα να ξεχωρίσω τον διάλογο, αν τελικά η ταινία χρειάζεται μια δεύτερη θέαση για να την καταλάβεις πραγματικά λόγω αυτών. Η εμπειρία του Lux Æterna ήταν κάπως χαοτική αλλά ο Noe έχει βρει την ισορροπία του. Το να χάσεις κάτι είναι μέρος της εμπειρίας αλλά ταυτόχρονα ανακάλυψα και κάτι καθώς ο Noe με χειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο. Ό,τι χάνουμε στην θέαση είναι απλά η εμπειρία του ταυτόχρονα βιωμένου χρόνου που δεν σταματάει. Οι χαρακτήρες είναι μαζί και χώρια. Έτσι τους βιώνουμε κι εμείς, έτσι αναπτύσσεται η προσοχή και η συναισθηματική μας απόκριση. Στις ήρεμες στιγμές με έπιασα να κοιτάω το μέσο της οθόνης, προσπαθώντας να τους ακολουθήσω εξίσου. Στις εξάρσεις συναισθήματος το βλέμμα μου έπεφτε μοιραία σε αυτόν που υπέφερε περισσότερο. Ο Gaspar Noe για μένα έφτιαξε ένα «χωνί» ενσυναίσθησης μέσα από το οποίο παρατηρούσα τους ήρωες του.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Gaspar Noe βρίσκεται στην ριζοσπαστική φόρμα του και αυτό επιβεβαιώνεται στο Vortex
Μπορώ να φανταστώ την ταινία με ένα γρήγορο μοντάζ που θα εναλλάσσεται ανάμεσα στα ταυτόχρονα γεγονότα αλλά αυτό θα ήταν μια αχρείαστα αγχωτική συνθήκη. Όλη η ένταση του Noe υπάρχει στον νατουραλιστικό ρυθμό της ζωής όπου αναζητείται μια κανονικότητα, μια αίσθηση εαυτού που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η σκηνοθεσία του γίνεται έτσι ο τρόπος να μας πει τα περισσότερα πράγματα. Μέσα σ’ αυτή βρίσκονται και δεξιοτεχνικές στιγμές συγχρονισμού όπως ένα ταυτόχρονο κλείσιμο πόρτας από πατέρα και γιό ή ένα ταυτόχρονο χάδι ανάμεσα στις τρεις γενιές της οικογένειας. Αξιοσημείωτες οπτικά και κατ’ επέκταση νοηματικά στιγμές ήταν και αυτές που οι χαρακτήρες συγκλίνουν και παραμορφώνονται από την σύγκρουση των πλάνων. Πολλαπλός διχασμός, διαφορετική αίσθηση για εμάς σε ελάχιστα διαφοροποιημένες γωνίες λήψης. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Noe βρίσκεται όπως πάντα στην ριζοσπαστική του φόρμα. Αυτή συμπληρώνεται από θεωρητικές πραγματείες πάνω στην απώλεια, στον χρόνο, στον θάνατο, στο σινεμά, στο όνειρο, στην σύγκλιση και το μπλέξιμο αυτών των στοιχείων που βλέπει ως βάσεις της ζωής. Όσο κι αν οι άλλες του ταινίες είναι κουλ και συναρπαστικές, δεν τον έχω νιώσει ποτέ να δημιουργεί με τόσο μεγάλη αίσθηση του κατ’ επειγόντως για τα πιο βασικά πράγματα, δείχνοντας τις πιο βασικές δράσεις. Συνεπώς αυτό δεν θα μπορούσε να σταθεί δίχως το πιο βασικό στοιχείο του μυθοπλαστικού κινηματογράφου, δηλαδή του ηθοποιούς.
Όπως συνέβη και στο Climax αλλά και στο Lux Æterna είχα την αίσθηση πως έβλεπα ανθρώπους που ζουν, όχι ηθοποιούς που παίζουν. Ο Dario Argento και η Françoise Lebrun είναι σαν να έχουν ζήσει μαζί μια ολόκληρη ζωή. Αυτό βρίσκεται στον τρόπο που κινούνται στον χώρο σαν να ζούνε εκεί κάθε μέρα αλλά σημαντικότερα στην απόδοση της καταπιεσμένης έντασης. Είναι πολύ πιο εύκολο ένας ηθοποιός να ουρλιάζει και να οργίζεται, είναι πολύ πιο δύσκολο να τα κάνει αυτά από μέσα του και να φαίνονται πειστικά. Η συμπεριφορά είναι ο τρόπος που αποδίδεται το αβάσταχτο τέλμα στο χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, του άσχημου τέλους μίας ζωής αγάπης. Ο Noe κατά δική του δήλωση δεν κατευθύνει πολύ τους ηθοποιούς του. Έχει βρει σίγουρα όμως τη συνταγή για να παίρνει το καλύτερο αποτέλεσμα. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο όταν παίρνει δύο μνημειώδεις στο είδος τους φιγούρες όπως ο Argento και η Lebrun και τους κάνει δύο καθημερινούς ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ο πατέρας σου και η μητέρα σου. Δύο ανθρώπους που μπορούμε να καταλάβουμε, να συμπονέσουμε και με όλον τον σπαραγμό που ενέχει αυτό, να ταυτιστούμε μαζί τους.
Η μνημειώδης σημασία του Vortex για τον Gaspar Noe βρίσκεται στην ταύτιση
Εκεί είναι η διαφορά και η μνημειώδης σημασία, τουλάχιστον για τον Gaspar Noe και το κοινό του, συγκριτικά με τις υπόλοιπες ταινίες του. Στην ταύτιση. Ο Noe ταυτίζεται με ένα πρωτογενές υλικό με το οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε όλοι καθώς αποτελεί πανανθρώπινο νόμο. Όσο και να λατρεύεις το Enter The Void ή το Climax, ποτέ δεν θα γίνεις πνεύμα που πετάει πάνω από το Τόκιο ή επαγγελματίας χορευτής σε μοιραίο bad trip από lsd. Είσαι όμως άνθρωπος που φθείρεται και κάποια στιγμή θα πεθάνει. Στον τελικό λογαριασμό, η ταινία είχε μια υπέροχη συναισθηματική απόκριση πάνω μου, πράγμα που δεν μπορώ να πω για καμία άλλη ταινία του. Δεν είναι απλά η πιο ώριμη του αλλά και η πιο ισορροπημένη του. Περίμενα ότι σε ένα βαθμό θα ήταν αβάσταχτη ως συνήθως ή θα με έκανε να βαρεθώ λόγω μιας προσδοκώμενης πεζότητας. Αντ’ αυτού, το στομάχι μου σφίχτηκε όσο έπρεπε, η καρδιά μου πόνεσε όσο έπρεπε, το τέλος με βρήκε όσο δακρυσμένο και ανατριχιασμένο έπρεπε. Τόσο όσο. Όταν αυτό το έχει πετύχει ο Gaspar Noe, ένας σκηνοθέτης που συνήθως του προσάπτουν ότι είναι ανεξέλεγκτα αυτάρεσκος, τότε ξέρεις ότι έχεις δει σπουδαίο σινεμά.
Rating:
Xώρα: Γαλλία, Βέλγιο, Μαρόκο
Έτος: 2021/Έγχρωμο
Σκηνοθέτης: Gaspar Noé
Πρωταγωνιστούν: Dario Argento, Françoise Lebrun, Alex Lutz
Διάρκεια: 142'