Δε μπορεί να αρνηθεί κανείς πως από τότε που ο Martin Scorsese ξεκίνησε να σκηνοθετεί, το πεδίο του κινηματογράφου έχει αλλάξει άρδην. Το Χόλιγουντ νοιάζεται όλο και λιγότερο για σύνθετες ταινίες, αφήνοντας τες στα ανεξάρτητα χωράφια. Οι ταινίες με υπερήρωες στις οποίες έχει πετάξει αιχμές προσφάτως δεν έχουν πλέον μια b-movie αισθητική και αποτελούν οπτικά rollercoaster και κύριο πόλο έλξης θεατών. Και μέσα σε όλα αυτά, το Netflix, μια υπηρεσία δίκοπο μαχαίρι που αλλάζει ακόμα περισσότερο τα δεδομένα του κινηματογράφου. Σίγουρα όχι η πραγματικότητα στην οποία ο Scorsese έκανε τα πρώτα του βήματα, ούτε ως θεατής σαφώς ούτε και ως δημιουργός.
Σε αυτήν την πραγματικότητα, η δημιουργία ενός σκορσεζικού έπους (γιατί περί τέτοιων μιλάμε στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, είτε μας αρέσει είτε όχι) μπορεί να μοιάζει ως κάτι ασήμαντο για τους στουντιάρχες οι οποίοι θα δώσουν σαφή προτεραιότητα στα blockbuster με τα φανταχτερά τους εφέ και στο σίγουρο κέρδος. Το κοινό έχει αλλάξει, ο ρομαντισμός του σινεμά το ίδιο, τα ρίσκα δεν είναι για να παίρνονται και ίσως ο αντιηρωισμός που προτείνεται από τον Marty δε χωράει σε περιόδους που οι στολές και οι κάπες αποτελούν κανόνα κυριολεκτικής και μεταφορικής ένδυσης του σελλιλόιντ. Και σαν τραγική ειρωνεία, ο μόνος που του δίνει τον χώρο να εκφράσει εκ νέου τις αγωνίες του σχετικά με την ανθρώπινη φύση και τις πίσω ιστορίες μιας παρελθούσας πραγματικότητας, είναι ο «μεγάλος αντίπαλος», το Netflix. Αυτό που, σύμφωνα με τον ίδιο, έκανε κουμάντο όταν κανείς δεν προτίθετο να αναλάβει μια ταινία με θέμα τη μαφία, το πολιτικό παρασκήνιο των μέσων του προηγούμενου αιώνα και πρωταγωνιστές σαν τους Robert DeNiro, Al Pacino και Joe Pesci. Ο Ιρλανδός ήταν εξαρχής ένα στοίχημα που όφειλε να κερδηθεί. Και με τι τρόπο κερδήθηκε μάλιστα.
Το να αναφερθεί κανείς στην υπόθεση της ταινίας προσπαθώντας να την συμπτύξει, είναι κάτι αχρείαστο, όχι λόγω της εύκολης απάντησης «τα δίνει όλα στο πιάτο», αλλά επειδή δεν υπάρχει πραγματικό νόημα στο να δεις μια ταινία σαν τον Ιρλανδό ξέροντας βασικά σημεία της πλοκής. Εν μέρει είναι μια ταινία για υπαρκτά πρόσωπα, τον ιρλανδικής καταγωγής Frank Sheeran ο οποίος με το πέρας του πολέμου εισάγεται στην μαφία και γίνεται εκτελεστής. Είναι μια ταινία για τον Jimmy Hoffa, τον ρατσιστή συνδικαλιστή ο οποίος μυστηριωδώς εξαφανίστηκε. Είναι μια ταινία για τη μαφία και την παρασκηνιακή της δράση στη μεταπολεμική Φιλαδέλφεια. Αλλά είναι επίσης μια ταινία για τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου εν γένει και τον ίδιο τον κινηματογράφο.
Ξεκινώντας με τα απολύτως βασικά, δε γίνεται –παρά την όποια υπερβολή- να μην χαρακτηρίσουμε τον Scorsese ως τον Ηρόδοτο του Κινηματογράφου. Δεν ήταν παρών στα γεγονότα των ταινιών του (ήταν, άραγε, ο Ηρόδοτος;) αλλά η μέθοδος της μελέτης και παρουσίασής τους είναι ό,τι πιο κοντινό μπορεί να αγγίξει κανείς στην κινηματογραφική ιστοριογραφία. Είτε όταν μιλάει για τις διώξεις Χριστιανών στην Ιαπωνία του 17ου Αιώνα (Η Σιωπή), είτε για τις συμμορίες των γκέττο της Αμερικής του 19ου Αιώνα (Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης), είτε για τον υπόκοσμο του 20ου αιώνα, δύσκολα βρίσκεις κάποιον τόσο μελετημένο και, στο βαθμό της επιτρεπτής χρήσης του όρου, ιστορικά αξιόπιστο σκηνοθέτη. Ο κινηματογράφος του μπορεί να περιλαμβάνει μεγάλες μορφές, αλλά δεν είναι αυτές το επίκεντρο. Το επίκεντρό του είναι τα «μούτρα», οι παρίες της κάθε εποχής. Επίσης, δεν ενδιαφέρεται για καρικατούρες, αλλά για πολυεπίπεδους χαρακτήρες. Δε θα προσπαθήσει ποτέ να τους εντάξει στο δίπολο του ασπρόμαυρου, θα τους κρατήσει γκρίζους καθ’ όλη την αφήγησή του.
Έτσι κι εδώ, οι χαρακτήρες κυνηγούν τα υψηλά ιδανικά τους. Ιδανικά που προσπαθούν να συνδυάσουν και να προχωρήσουν σε μια σύμπνοια (έστω κι αν χρειαστεί να ανοίξουν κεφάλια στο ενδιάμεσο), για να καταλάβουν πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο και εν τέλει να ξεκινήσει ένα μεθοδικό ανθρωποκυνηγητό, ένα διηνεκές παιχνίδι επιβολής που ποτέ δεν τελειώνει αίσια. Σε τρεισήμισι ώρες, χτίζει ένα ψηφιδωτό μιας Αμερικής που στοχεύει στα αστέρια αλλά προσγειώνεται πάντα στο κράσπεδό λίγο πριν φύγει από τη γήινη ατμόσφαιρα.
Ως γνωστόν και όσο τεράστια κι αν είναι η ερμηνεία του DeNiro, ο Frank Sheeran δεν είναι το κέντρο της ταινίας, είναι ένα από αυτά, ναι, αλλά όχι το ουσιαστικό κεντρικό σημείο του ενδιαφέροντος. Είναι ο «μηχανισμός» με βάση τον οποίο θα ενεργοποιηθεί το σύνολο των αφηγημάτων. Η παρουσία, οι πράξεις και τα πάθη του θα είναι εκεί, αλλά δε θα είναι περισσότερο σημαντικά από τα τριγύρω δρώμενα. Μια συζυγική απιστία που σε μια άλλη ταινία θα αποτελούσε κεντρικό σημείο της πλοκής, εδώ είναι απλά μια σκηνή. Γιατί μπροστά στο βάρος της ιστορίας, είναι αμελητέα ποσότητα. Μια οικογένεια δυσλειτουργική θα ξανάρθει στο προσκήνιο όταν δεν υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί σε σχέση με τον υπόκοσμο. Μέχρι τότε, η απουσία του πρωταγωνιστή από τον ανθρώπινο εαυτό του και οι κινήσεις του ως κοχλία θα τον καταστήσουν απόντα. Γιατί η απομυθοποίηση ενός αμερικάνικου ινδάλματος ως ένα φιλόδοξο μεν αλλά ρατσιστικό και καιροσκόπο (στο βαθμό του ψωροπερήφανου) ον έχει μεγαλύτερη σημασία. Γιατί η συγκρατημένη ερμηνεία του Joe Pesci θα αποκτήσει μεγαλύτερο βάρος από τα ηθικά διλήμματα του DeNiro. Και γιατί εν τέλει, αυτός είναι ο σκορσεζικός κινηματογράφος.
Μιλώντας περί υπόθεσης Hoffa επίσης, σε αυτόν συνοψίζεται η μελαγχολική, ελεγειακή αντιμετώπιση του Scorsese για τον κινηματογράφο. Αυτόν που «η νέα γενιά δε θυμάται, μπορεί να άκουσε ότι εξαφανίστηκε αλλά δεν ξέρει τι πραγματικά έκανε». Γιατί για τον σκηνοθέτη, ο Hoffa είναι ο κινηματογράφος που αγάπησε. Αυτός που ενδιαφερόταν για τους χαρακτήρες, τη φόρμα, που μπορεί να ήταν τρεις ώρες και όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακός οπτικά αλλά ο ρυθμός και η γραφή του τον έκαναν να κυλά αβίαστα σαν το νερό. Τον κινηματογράφο που, αν και βρίθει από αναφορές στο παρελθόν του, δύσκολα θα αναγνωρίσουν πλέον οι θεατές του τώρα. Και όχι λόγω ευθύνης των ίδιων, αλλά λόγω της πορείας των πραγμάτων και της εξέλιξης των «θέλω» των μεγάλων κεφαλιών. Χωρίς να κρίνει μίζερα, αναγνωρίζει και παραθέτει καταστάσεις. Και γι’ αυτό, εν τέλει είναι μια ταινία θλιμμένη. Γιατί έρχεται ενώπιον μιας πραγματικότητας που ξέρει ότι δείχνει να ασθμαίνει.
Το 1995 ο Scorsese φιλοτέχνησε το σχεδόν τετράωρο ντοκιμαντέρ για τον αμερικάνικο κινηματογράφο με τίτλο A Personal Journey Through American Movies. Μέσα σε αυτό, παράθεσε μια όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη εξέταση του μέσου, χωρίς να υπολείπεται το πάθος. Με τρόπο ανάλογο εξιστορεί τα πάντα στις ταινίες του. Και όταν το 2095 κάποιος μεγάλος σκηνοθέτης του τότε κάνει το δικό του A Personal Journey Through American Movies, σίγουρα θα συμπεριλάβει ένα μεγάλο κεφάλαιο για τον Scorsese και σίγουρα θα αναφερθεί στον Ιρλανδό ως τέλος μιας εποχής και αρχή μιας νέας.