«Θυμάμαι τον Ian Paice να έρχεται στο συγκρότημα και τη διαφορά που έκανε. Αυτό δεν το λέω μειωτικά για τον πρώτο μας ντράμερ (Dave Dowle), ο οποίος ήταν σπουδαίος, αλλά όταν έχεις τον "Guv’nor" να θέλει να έρθει στην μπάντα σου, τί μπορείς να κάνεις; Μπήκαμε μέσα και αρχίσαμε να παίζουμε… Θυμάμαι, ο David κι εγώ, επειδή είχαμε παίξει μαζί του στο παρελθόν, κοιταχτήκαμε και δεν χρειάστηκε να πούμε λέξη. Απλά είχαμε καταλάβει ότι αυτό ήταν που χρειαζόμασταν. Μπορούσαμε να γράψουμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ξέροντας τι πρόκειται να δώσουν ο Ian Paice και ο Jon Lord στις ιδέες μας. Και δεν μας απογοήτευσαν ποτέ. Ο Jon πειραματιζόταν διαρκώς και έλεγε "Μπορούμε να κάνουμε αυτό" και "Μπορώ να κάνω το άλλο" κι εμείς του απαντούσαμε, "Jon, κάνε ό,τι θέλεις. Είσαι ο Jon Lord φίλε!"».
Το παραπάνω απόσπασμα από την προ πενταετίας συνέντευξη που έδωσε ο Bernie Marsden, στην πραγματικότητα φτάνει και περισσεύει για να περιγράψει πολύ συνοπτικά αλλά και πολύ εμπεριστατωμένα την ίδια στιγμή τι μέρος του λόγου είναι το album με το οποίο καταπιάνεται αυτό εδώ το κείμενο. Έλα όμως που είναι πολύ λίγο ποσοτικά για να σταθεί αντάξιο των τεσσαρακοστών γενεθλίωνν του Ready an’ Willing, το οποίο αφενώς είναι ο πιο Deep Purple δίσκος που δεν φέρει πουθενά αυτό το brand name, αφετέρου διαθέτοντας ένα τεράστιο hit στο tracklist του, αποτέλεσε το πλατύτερο σκαλοπάτι για την καριέρα των Whitesnake.
Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν ο David Coverdale, μετά το recruitment του Jon Lord στα πλήκτρα και δύο καλούς δίσκους μέσα σε ισάριθμα χρόνια, προσθέτει και τον Ian Paice στα τύμπανα;
«Ο Ian ήρθε στην μπάντα για μερικά live, τον είδα και τον ρώτησα "Τι κάνεις εδώ;" και μου απάντησε "Τίποτα, αλλά θα μου άρεσε να το κάνω αυτό". Και αυτό ήταν όλο. Όταν ο καλύτερος rock ντράμερ είναι διαθέσιμος, τον παίρνεις! Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι ο ντράμερ μας εκείνη την εποχή, ο David Dowle, δεν είχε απολυθεί τυπικά. Ωστόσο, κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχαμε καλές σχέσεις, αλλά ήταν άνθρωπος του Λονδίνου και οι υπόλοιποι προτιμούσαμε να είμαστε στην επαρχία και να παίζουμε. Δεν του άρεσε πολύ και μάλλον και ο ίδιος δεν ήταν τόσο χαρούμενος, οπότε στο τέλος ήταν σχεδόν αμοιβαίο. Έτσι, έφυγε ο David και ήρθε ο Ian. Και μετά, δεν υπήρχε καμία νύξη για να πάρουμε κάποιον άλλον», θυμάται ο Marsden.
Με απλά λόγια, τα 3/5 των διαλυμένων Deep Purple μαζεύονται και ηχογραφούν, παρέα με τους σούπερ παραγωγικούς Mick Moody και Bernie Marsden στις κιθάρες, τον Neil Murray στο μπάσο και τον «πολύ» Martin Birch στην καρέκλα του παραγωγού.
«Υπάρχουν τρία πρώην μέλη των Purple σε εκείνους τους Whitesnake, οπότε είναι απίθανο να αρνηθούμε ότι κάποια πράγματα θα ακούγονται σαν τους Purple. Έγραψα πολλά κομμάτια για τους Purple και έγραψα και πολλά κομμάτια για τους Whitesnake. Και φυσικά, με τους Lord και Paice εκεί, κάπου θα ακουστεί κάτι που θα θυμίζει τους Deep Purple. Μου αρέσει να λέω ότι χρησιμοποίησα την εμπειρία μου από τους Purple. Αλλά σίγουρα δεν υπήρχε κάποιο συνειδητό καλλιτεχνικό κίνητρο να συνεχίσουμε από εκεί που σταμάτησαν οι Purple» εξηγεί ο Coverdale.
Αποτέλεσμα 40 λεπτά ατόφιου hard/blues rock και φυσικά το Fool for Your Loving… «Βασικά, είχα γράψει το riff και το κουπλέ που όλοι γνωρίζετε. Και νομίζω μετά ο Mick έφτιαξε μία μικρή γέφυρα που έδεσε όλο το κομμάτι υπέροχα. Ο David έφυγε για λίγο και επέστρεψε με όλο το στίχο. Νομίζω είχα γράψει το "fool for your loving" κι εκείνος έχτισε γύρω του τους υπόλοιπους στίχους. Ήταν πάρα πολύ καλός σε αυτό», εξηγεί ο Marsden για το κομμάτι που έφτασε στο Νο. 13 των βρετανικών charts, άνοιξε το δρόμο για την αμερικανική αγορά, με το Νο. 53 στο U.S. Billboard Hot 100 και ηχογραφήθηκε ξανά το 1989 από την μπάντα για το Slip of the Tongue.
Το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα του πασίγνωστου opener του δίσκου, πέρασε ωστόσο από μία μικρή περιπέτεια, όπως την διηγείται ο Neil Murray: «Μπορούσα να καταλάβω από την αρχή ότι θα πετύχει εμπορικά το κομμάτι. Είχε ένα αρκετά καλό hook, οπότε αναγκάστηκα να ξαναγράψω το μπάσο μου πάνω από αυτό. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Όταν ξεκίνησε η μίξη του, ο Ian είχε πολλά να πει. Νομίζω ότι ήταν το πρώτο κομμάτι που μιξάραμε και όταν άκουσα το μπάσο που είχα γράψει, είπα αμέσως "Αυτό δεν είναι όπως το φανταζόμουν. Γιατί δεν είναι πιο δυνατά;".
Γύρισα σπίτι απογοητευμένος και στις 3 το πρωί με ξύπνησε στο τηλέφωνο ο Martin Birch για να μου πει: "Το βάλαμε πίσω όπως ήταν αρχικά. Ακούγεται πολύ καλύτερα". Θα μπορούσε να ακούγεται πολύ διαφορετικά εν τέλει. Νομίζω πως αυτή η εκδοχή του κομματιού είναι πολύ καλύτερη από εκείνη του Slip of the Tongue και έχω την αίσθηση πως αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που κινείται το μπάσο. Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου οπτική».
Το πόσο σημαντικό ήταν για την ίδια την μπάντα, το τρίτο της LP, δεν χωρά αμφιβολία. Όχι μόνο εμπορικά, αλλά και καλλιτεχνικά, αφού φαίνεται πως κοιτώντας πίσω, κανένα εκ των τότε μελών, δεν έχει να πει κακή κουβέντα…
«Όταν μπήκαμε στο στούντιο να γράψουμε τον πρώτο μας δίσκο, νομίζω πως δεν καταλαβαίναμε ακριβώς τι κάναμε. Ο David ήταν προφανώς εκείνος που είχε τον έλεγχο. Εμείς απλά βάλαμε ό,τι είχαμε εκείνη την περίοδο. Ακόμα και στο Lovehunter υπάρχουν μερικά κομμάτια, που τα ακούω σήμερα και αν και πιστεύω ότι είναι πολύ καλά, θα ήταν καλύτερα, αν δεν είχαμε επιλέξει κάποιες συγκεκριμένες συγχορδίες» αφηγείται ο Mick Moody και παραδέχεται πως «Στο Ready an’ Willing βρήκαμε πραγματικά τον ήχο μας. Αυτό ήταν το άλμπουμ που αντιπροσώπευε τι ήταν για μένα οι Whitesnake. Νομίζω ότι είναι το αγαπημένο μου. Υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο μέσα σε αυτόν τον δίσκο. Έχει αυτή την blues rock ψυχή, που λατρεύω προσωπικά. Είναι ο δίσκος που ήθελα να κάνω με τους Whitesnake».
Αλλά και ο άνθρωπος που το όνομα και η φωνή του έμελλαν να γίνουν συνώνυμα με την πορεία του συγκροτήματος, συμφωνεί. «Θέλαμε να σκεφτόμαστε τους Whitesnake σαν μία progressive, rhythm and blues μπάντα. Κάπως σαν τους Yardbirds αν δεν είχαν διαλυθεί. Προφανώς και η κύρια επιρροή μας ήταν τα blues. Αλλά από το να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να παίζουμε τα παραδοσιακά δωδεκάμετρα, προσπαθήσαμε να δώσουμε στα blues μία πιο μοντέρνα δομή και να κάνουμε τις μελωδίες πιο σχετικές με εκείνη την εποχή, απ’ ότι με 40 χρόνια πριν.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η μπάντα άρχισε να ακούγεται, όπως εγώ την είχα στο κεφάλι μου. Το rhythm section κλονιζόταν λίγο, πριν από εκείνη την περίοδο και παρότι ζωντανά υπήρχε η ενέργεια, το αποτέλεσμα δεν έβγαινε τόσο καλά στην ηχογράφηση. Η έλευση του Ian Paice ήταν μεγάλη υπόθεση. Γιατί είναι ένας πολύ σίγουρος, δυναμικός και δυνατός ντράμερ. Νομίζω ότι το πρώτο μισό του album είναι η αρχή του πως θα έπρεπε να ακούγεται η μπάντα».
Μία ακρόαση του δίσκου με τη δέουσα προσοχή στους στίχους του, αρκεί για να διακρίνει κανείς την cock rock θεματολογία του, ωστόσο φαίνεται πως η μπάντα το διασκέδαζε με την ψυχή της, όπως λέει και ο Bernie Marsden: «Ο David άκουγε πάρα πολλά για σεξιστικούς στίχους, οπότε ήταν αρκετά διασκεδαστικό όταν έγραψε το "Love Man". Σίγουρα κάποιοι στίχοι προς το τέλος "χτυπάνε", αλλά πάντα προσπαθούσαμε να διασκεδάζουμε με αυτά, ειλικρινά».
Το feelgood συναίσθημα που εκπέμπει το album, δεν ήταν τυχαίο, αφού φαίνεται πως η μπάντα περνούσε πραγματικά καλά την περίοδο πριν την ηχογράφησή του, όπως εξηγεί και ο Ian Paice: «Οι Whitesnake είναι η πιο αστεία μπάντα που έχω παίξει! Δεν έχω γελάσει ποτέ ξανά τόσο πολύ στη ζωή μου. Ήταν υπέροχα. Η μπάντα ήταν εντελώς ασεβής προς τον David, αλλά όχι με άσχημο τρόπο. Απλά έβλεπαν την αστεία πλευρά του πράγματος.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που παίξαμε, νομίζω στο Hammersmith Odeon ή σε κάποιο από τα μεγάλα θέατρα του Λονδίνου. Κοίταξα απέναντί μου και είδα τον Mick Moody και τον Bernie να να έχουν ξεκαρδιστεί και να κρατιούνται. Νομίζω ότι αν δεν κρατιούνταν, θα είχαν πέσει κάτω από τα γέλια. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί, μέχρι ο Bernie να με κοιτάξει και να μου δείξει τον David.
Ο David ήταν μπροστά στην σκηνή και κουνούσε τη λεκάνη του, εκτείνοντας το μικρόφωνο μπροστά. Αυτή ήταν η περσόνα του και η παρουσία του στη σκηνή. Και μετά κοιτάω το κοινό. Οι πρώτες δεκαπέντε σειρές ήταν απλά έφηβοι. Δεν υπήρχε μισή γυναίκα εκεί! Ο Micky και ο Bernie το είχαν παρατηρήσει και γελούσαν με αυτό. Μέσα σε δύο λεπτά είχαμε ξεκινήσει. Και ο David δεν το έμαθε ποτέ. Θέλω να πω, όλες αυτές οι σεξουαλικές αναφορές μπροστά σε 15χρονους, ε, ήταν αστείο!».
Όσο «παλιό» και να ακούγεται σήμερα το Ready an’ Willing, έχει γράψει τη δική του ιστορία για την rock μουσική. Θα έλεγε κανείς ότι αρκεί και μόνο η συνύπαρξη των τριών πρώην «μωβ» για να του δώσει αξία, αλλά είναι πολλά περισσότερα από αυτό. Είναι οι Whitesnake στο peak της πρώτης bluesy εποχής τους με ένα κομμάτι που όσα χρόνια και αν περάσουν, όλο και κάποια στιγμή θα φτάνει άθελά του στα αυτιά όλων μας.
* Οι δηλώσεις είναι αποσπάσματα από τη βιογραφία του συγκροτήματος «Sail Away: Whitesnake's Fantastic Voyage», του Martin Popoff.