24 χρόνια Load

24 χρόνια και είναι σαν να ακούω ακόμα την κασέτα που μου έγραψε ο θείος μου στο δημοτικό που ούτε λίγο ούτε πολύ με έστρεψε από την hip hop και την rave/electronica (που αυτός ευθυνόταν που άκουγα) στο metal. Μια κασέτα που ακόμα έχω και απαρτιζόταν από κομμάτια από το "...And Justice for All", "Black Album" και "Load".

Μερικούς μήνες μετά το Load θα ήταν η τρίτη μου αγορά cd θαρρώ και αν θυμάμαι καλά ήταν το τρίτο album των Metallica – είχαν προηγηθεί τα "Kill ‘em All" και "Master of Puppets" μες στους προηγούμενους μήνες.

Anyway, τέρμα η προσωπική ιστορία και ώρα να μιλήσουμε γι’ αυτή την heavy rock ΔΙΣΚΑΡΑ, που είχε και επανάληψη! Πόσος τσαμπουκάς και μελωδία να χωρέσουν σε έναν δίσκο που το ύφος του είναι πιο σκοτεινά δομημένο από κάθε άλλο τους μέχρι τότε; Πόσο πιο doomy κιθάρες και μπάσο; Πόσο πιο φρέσκος ήχος για μια μπάντα που μέχρι τότε μας είχε συνηθίσει να φέρνει νέα στοιχεία στον ήχο της; Και τα φωνητικά του James Hetfield αν και ακολουθούν μια αναμενόμενη πορεία καθώς μεγαλώνει δείχνουν πως έχουν δουλευτεί γι’ αυτό που πρόκειται να ακούσουμε, όπως και η χρήση talkbox για πρώτη φορά. Λοιπόν, ο τσαμπουκάς ήταν τόσος όπως και η μελωδία που δεν χώρεσαν σε έναν δίσκο και χρειάστηκε κι άλλος τον επόμενο χρόνο (βλ "Reload") και πάλι έμεινε υλικό εκτός! Και για να μην ξεχνιόμαστε, όλη αυτή η φρεσκάδα και η αλλαγή συνοδέυτηκε και με την έντονη αισθητική αλλαγή σε προσωπικό επίπεδο όλων των μελών της μπάντας. Κοντοκουρεμένοι, χωρίς t-shits από μπάντες και αστείες φωτογραφίες από τα tours στο βιβλιαράκι, αλλά με μια πιο "fashion" εικόνα και στυλάτες φωτογραφίες – ακόμη κι αν αυτές τους δείχνουν μετά το live. Ίσως και να έφταιγε το χοντρό μπάσιμο στα 30+ για μια τέτοια ολική αλλαγή. Ό,τι και να ήταν πάντως μας αποζημίωσαν και μας αποζημιώνουν στο έπακρο έως και σήμερα.

Τα κομμάτια ήταν "ένα κι ένα" και κυριολεκτώ σε αυτό μιας και με τόσο υλικό, όπως προαναφέρθηκε, μόνο ως τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθούν όπως και η σειρά τους στον δίσκο. Μεστές συνθέσεις, στιβαρές σαν βράχος, βαριές και αργόσυρτες αλλά δυνατές σαν γροθιά στο πρόσωπο που δεν την περίμενες και τώρα ετοιμάζεσαι να φτύσεις δύο δόντια. Σίγουρα όχι από τα "Hero of the Day", "Mama Said" και "Ronnie" αλλά από τα υπόλοιπα 11, μιας και αυτά τα τρία αποτελούν τα πιο "απαλά" κομμάτια του δίσκου, τουλάχιστον ηχητικά, κι εξυπηρετούν ως γέφυρες ανάμεσα στα 14 κομμάτια του album. Οι κιθάρες και το μπάσο πλέον με “κατεβασμένο” κούρδισμα (κι αυτό για πρώτη φορά) δίνουν άλλο αέρα και χώρο για πειραματισμό στη μπάντα κι επίσης ταίριαζαν με την φωνή του JH που είχε ταλαιπωρηθεί τα προηγούμενα χρόνια με το θέμα του αλκοολισμού που αντιμετωπίζει. Ωστόσο αυτό δεν έχει επηρεάσει τον δίσκο στο ελάχιστο. Οι τρελές ταχύτητες του παρελθόντος έμειναν εκεί στο ‘80 και για τους τέσσερις του. O Kirk Hammet δοκιμάζει να χρησιμοποιήσει slide στο σόλο του "Ain’t my Βitch" και πλέον είμαστε σίγουροι για το πώς ακούγεται ο Jason Newsted στο μπάσο ακούγοντας τον να βρίσκεται κοντά στο ύφος του στίγματος που άφησε με το "My Friend of Misery" στην προηγούμενη δουλειά τους. Ο Lars Ulrich πλέον κρατάει τα μετόπισθεν έχοντας συνδημιουργήσει για ακόμη μία φορά κομμάτια που θα χαρακτούν στη μνήμη μας παίζοντας τα ντραμς του με έναν πιο υποστηρικτικό ρόλο αυτή τη φορά. Ήθελαν να ξεκουραστούν, να δώσουν κάτι άλλο και το κατάφεραν! Παρέα τους και σε αυτό το album θα είναι ο παραγωγός Bob Rock που ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί από το Black Album και συνέχισαν με το St. Anger όπου συμμετείχε αναλαμβάνοντας να παίξει μπάσο κατα την ηχογράφηση του.

Το σκοτεινότερο ίσως στοιχείο έρχεται μέσα από τους στίχους τους που ξεκάθαρα δείχνουν τις προσωπικές τους ανησυχίες, πράγμα που άρχισε να διαφαίνεται από το Black Album, με κομμάτια όπως τα "The House Jack Built" και "Mama Said" αφορούσαν κυρίως την προσωπική ζωή του frontman της μπάντας, το πρόβλημα του αλκοολισμου που αναφέρθηκε παραπάνω και τον χαμό της μητέρας του αντίστοιχα. Αλλά και τα κομμάτια έντονου ενδοσκοπικού χαρακτήρα "Until it Sleeps", "Bleeding Me", "Cure", "Thorn Within". To ύφος αυτό συμπληρώνεται και με στίχους όπως του κομματιού "King Nothing" όπου είναι σαφέστατα οι πιο επιθετικοί σε ολόκληρη αυτή τη δουλειά.

Αν και το album φάνηκε να πάγωσε τους metalheads ανά την υφήλιο άνοιξε τη μουσική των Metallica και του metal σε μεγαλύτερο κοινό που ήταν πιο δεκτικό σε αυτόν τον ήχο. Εκείνη την εποχή η σκηνή περνούσε μεταβατική περίοδο, από τη μία το hair metal είχε πεθάνει από την εμφάνιση των Nirvana από τα τέλη του ‘80 και από την άλλη τα πιο ακραία ιδιώματα, αν και είχαν θέσει στέρεες βάσεις κι έρχονταν να δώσουν κάτι νέο, δεν ήταν για όλους. Η αξία του δίσκου (όπως και του Reload) φάνηκε ακόμα περισσότερο καθώς τα χρόνια περνούσαν και συνεχίζει μέχρι σήμερα όπου με πιο ψύχραιμη ματία ακόμα και οι πιο ξενερωμένοι τότε αναγνωρίζουν τη δουλειά ως ακόμα μία ποιοτική προσφορά στην μουσική. Κυρίως γιατί μαζί με λίγες ακόμα μπάντες -που ποτέ δεν έπαιξαν metal- κράτησαν τον rock ήχο σε μια περίοδο που τόσα άλλα μουσικά ρεύματα γιγαντόνονταν, όπως η House, η Rave, η Rap και δεν έδωσαν απλώς το παρόν αλλά το έφεραν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ύστερα από 5 χρόνια απουσίας από τα δρώμενα ύστερα από ένα από τα πιο επιτυχημένα εμπορικά άλμπουμ όλων τον εποχών.

Και μέσα σε όλους τους νεωτερισμούς που διέπουν την μπάντα εκείνο το διάστημα έρχεται και το εξώφυλλο του album, που αποτελεί δουλειά του τότε νέου φωτογράφου Andres Serrano και είναι μια φωτογραφία που δείχνει αίμα και σπέρμα αγελάδας πιεσμένο από δύο κομμάτια Plexiglas με τίτλο Blood and Sperm III, να δημιουργήσει αρκετή κουβέντα σχετικά με το τι πραγματικά πραγματεύεται -αν όντως πραγματεύεται κάτι. Έτσι, ακόμα και με την επιλογή του εξωφύλλου, αφήνουν το στίγμα τους το ‘96 μαζί με την υπόσχεση πως θα επανέλθουν και την επόμενη χρονιά γιατί τα τόσα χρόνια απουσίας αποτελούσαν χρόνια παραγωγικής διεργασίας.

 

Τελευταία